02.09.2018, 15:01 | εφσυν
«Με συγχωρείτε, κυρία μου, πόσο χρονών είστε;». Με το που άκουσα αυτό το «κυρία μου» κατάλαβα… Ενώ παλαιότερα αυτή η λεξούλα, ως ένδειξη ευγένειας, συνοδευόταν με φράσεις του τύπου «θέλετε να καθίσετε;» ή «να σας προσφέρω κάτι;», σήμερα είναι σχεδόν βέβαιο πως με το που ακούς το «κυρία», ειδικά με το «μου» δίπλα, κάλλιο κόψε δρόμο και φεύγα! Δεν θα ‘ναι για καλό.
«Πώς πάτε έτσι, κυρία μου;». «Τι θα γίνει, κυρία μου, θα κουνηθείτε καμιά φορά;». Ή, το προσωπικό μου αγαπημένο: «Τι να μας πει και η κυρία;». Αυτό το τελευταίο δεν ενέχει μεν κτητικό προσδιορισμό, ακριβώς όμως γιατί υπονοεί πως άπαξ και είσαι γένους θηλυκού, ανήκεις κατευθείαν στην κατηγορία των μη εχόντων δικαίωμα διά να ομιλούν. Και ικανότητα διά να σκέπτονται.
Αργά ή γρήγορα, θα ερχόταν και η δική μου σειρά να προστεθώ στο πάνθεον των εν λόγω «κυριών». Και ήρθε. Σε μία (ακόμη) πολιτική συζήτηση, κατά τη διάρκεια μιας (ακόμη) πολιτικής διαφωνίας. Ο συνομιλητής, μιας κάποιας ηλικίας (και μιας πολύ συγκεκριμένης οικονομικής κατάστασης), είχε τελειώσει με τα επιχειρήματά του. Ηταν καιρός να βγάλει τα μεγάλα μέσα και να με χτυπήσει εκεί που πονάει: «Με συγχωρείτε, κυρία μου, πόσο χρονών είστε;».
Η κουβέντα ήταν γύρω από τον παραπροχθεσινό ανασχηματισμό. Μόλις άκουσα την ερώτηση, ένεκα που πάντα είχα ένα θεματάκι με τον χρόνο, καθώς δεν είναι ποτέ αρκετός για να υπάρξεις αυτόβουλα μέσα του (πώς τα καταφέρνει ο άτιμος και συνεχώς σε ετεροπροσδιορίζει διάολε!), το μυαλό μου άρχισε να βγάζει σπίθες. Σαν εκείνες, του πρώτου λαμπτήρα.
Και κάπως έτσι, από τους ανασχηματισμούς, άρχισα να σκέφτομαι τους μετασχηματισμούς: πώς αλλάζει η σκέψη μας όταν πρέπει να μειώσουμε τον αντίπαλο για να εδραιώσουμε εαυτόν. Και κάπως έτσι (και χειρότερα) από τους ανασχηματιστές του κόσμου τούτου, άρχισα να σκέφτομαι τους μετασχηματιστές: Πού είναι ένας Τέσλα όταν τον χρειάζομαι; Να μετασχηματίσει τον συνεχή, γραμμικό χρόνο σε κυκλικό, εναλλασσόμενο και να είμαστε «φωτισμένοι» και «λαμπεροί» για πάντα;
Η αντιδικία δύο σπουδαίων, αν και όχι εξίσου, εφευρετών, των Εντισον και Τέσλα, είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ο πρώτος, πάμπλουτος και καταξιωμένος, δεν κατάφερε να ηλεκτροδοτήσει με το συνεχές του ρεύμα, παρά μόνο μια απόσταση 800 μέτρων από το εργοστάσιο παραγωγής. Ο δεύτερος, ταπεινός, προβληματικός, σχεδόν ψυχωτικός, εξαιρετικά ευφυής και πρωτοπόρος, κατόρθωσε, με τη χρήση μετασχηματιστών, να πείσει πως το εναλλασσόμενο ρεύμα δεν είναι επικίνδυνο και μπορεί να φτάσει σε όλο τον κόσμο. Για να καταρρίψει τη θεωρία του ο Εντισον (τον οποίο χρηματοδοτούσε ο γνωστός μας J. P. Morgan!), πρότεινε να εφαρμοστεί το σύστημα του αντιπάλου του στην πρώτη ηλεκτρική καρέκλα στην ιστορία: ο θάνατος του καταδικασμένου δεν ήταν ακαριαίος και ο Εντισον πέτυχε αυτό που ήθελε.
Οχι για πολύ βέβαια. Εν τέλει, το σύστημα του Τέσλα αποτέλεσε τομή για την ηλεκτρομηχανική και η ανθρωπότητα από τότε απολαμβάνει τους καρπούς του. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Εντισον θυμάται: «Ο πόλεμος των ρευμάτων υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της ζωής μου». Βέβαια, ο Τέσλα, σε αντίθεση με τον ίδιο, πέθανε μόνος, πάμφτωχος, καταχρεωμένος και παραγνωρισμένος. Υπάλληλοι του Γραφείου Αλλοδαπής Ιδιοκτησίας, μάλιστα, μετά από αίτημα του FBI, κατέσχεσαν όλα τα υπάρχοντά του που σφραγίστηκαν υπό κυβερνητική εντολή… Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε.
Αυτόν θυμήθηκα κι εγώ τις προάλλες. Αυτόν και τον «πόλεμο των ρευμάτων», εν είδει ανασχηματισμού. Λίγο πιο δεξιά, λίγο πιο κεντρώα, κάπως νεότερα, κάπως χειρότερα, για να έρθουν τα καλύτερα. Κατανοητό, αν και όχι επιθυμητό. Αποδεκτό, αλλά όχι για πολύ.
Γιατί ο χρόνος περνάει κι εγώ βαρέθηκα να τον μετράω με αδιέξοδες συζητήσεις, χρηματιστηριακούς δείκτες, ενφιο-λογήματα και περασμένα μεγαλεία, που αν και ποτέ δεν ήταν μεγαλεία, ακόμα κλαις διηγώντας τα. Θα τον μετράω με σύγχρονους όρους. Το αποφάσισα μόλις.
«Είμαι 25 ετών και τριών μνημονίων» απάντησα στον συνομιλητή μου και τον άφησα στην ησυχία του να κάνει την πρόσθεση.