iloveithaki.gr \ aug 24th 2018
δ δ μανιάς
σήμερα το iloveithaki.gr αναγγέλλει την έναρξη του προεκλογικού του αγώνα υπέρ του συριζα και του αλέξη τσίπρα για τις εκλογές του σεπτέμβρη του 2019.
η ηλικία μου κι ο αγώνας με τις τράπεζες, (χωρίς καμία βοήθεια) να μην μου πάρουν τους κόπους μιας ζωής μ έχουν κουράσει, νομίζω όμως πως θ αντέξω και θα τα καταφέρω, θα παλέψω για τα συμφέροντα μου ίδια με τα συμφέροντα ούλου του ελληνικού λαού, μετά θα σταματήσω και την ιστοσελίδα που διαχειρίζομαι, να ζήσω όσο μου πάει με ηρεμία, η σύνταξη μου με φτάνει και με οικονομίες ίσως καταφέρω να πάω και κανένα ταξιδάκι, οι ναυτικοί έχουν πραγματική ανάγκη την αλλαγή εικόνας, συνήθεια που τους ακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής τους.
δεν έμαθα να υποκρίνομαι και να υπονομεύω πρωθυπουργούς και μετα να στέκομαι δίπλα τους κλαρίνο και να τους συνοδεύω για επικοινωνιακούς λόγους με κάτι μούτρα ρυπισμένα σαν χυλός που κόντεψαν να φθάσουν στην κοιλιά τους σαν την “εμμονή του χρόνου” του νταλί.
έμαθα να δουλεύω, να μην απαιτώ πάνω απ αυτά που αξίζει η προσφορά μου, να μην έχω ανάγκη κανένα ούτε κόμμα ούτε άνθρωπο, έλεγα πάντα την γνώμη μου πεντακάθαρα και έγραφα κανονικά τους απανταχού αμβρόσιους εκεί που ξέρετε.
αγαπάω την θάλασσα κι έζησα όπως έζησα
κι εδώ χαρίζω ένα τραγουδάκι σε μένα και σ όσους τους αρέσει.
Κάθε τόσο Μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι
απ’ το Μοριά, απ’ τη Ρούμελη
Και πιο πάνω απ’ τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία
Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μ’άσπρα μουστάκια και φλοκάτες
Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου
Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων
Μιλάνε λίγο δε μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε πότε το βλέπεις
Πού’χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια
Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ’ το χώμα
Και τηράνε πίσω απ’ τους ώμους μας
Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι
Όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ’ τα βράχια
Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ’ το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις τρεις, πέντε πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού
Και τότες πια δεν ξέρεις έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
αξούριστοι, άλαλοι,
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν’ ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν’ ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ’ άδικο
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.
Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας,
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους,
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή,
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι