Θα κάνουμε μια συμφωνία. Προς το παρόν και για λίγο, θ’ αφήσουμε στην άκρη αυτό που ονομάζουμε «τρέχουσα καθημερινότητα» και «τρεκλίζουσα πραγματικότητα». Θα ξεχάσουμε για λίγο τη Φώφη που μισεί τον Τσίπρα, τον Κυριάκο και τα περί «έλλειψης κουλτούρας αποταμίευσης των εργαζομένων» (ότι έχουν και ότι τους περισσεύουν κιόλας δηλαδή) και τον Τσίπρα, που πήγε στη Νέα Υόρκη και μίλησε με Bank of America, Morgan Stranley κ.ά. -καλά παιδιά, δεν το συζητώ, και καλά έκανε, το εννοώ, αλλά θα ήθελα να έχει μιλήσει και ο ίδιος για τη δολοφονία του παιδιού, κάτι που δεν έκανε ακόμα.
Ας τ’ αφήσουμε όλα αυτά, προς το παρόν, στην άκρη και ας μείνουμε οι δυο μας. Εσύ κι εγώ. Τετ-α-τετ, πρόσωπο με πρόσωπο, vis-à-vis. Τουτέστιν, κατάφατσα. Μούρη με μούρη. Και ας μιλήσουμε, κοιτώντας ο ένας τον άλλο στα μάτια. Οχι ο ένας την κάμερα και ο άλλος την οθόνη που δείχνει την εικόνα που έχει τραβήξει η κάμερα.
Και ας συμφωνήσουμε σε δύο πράγματα: πρώτον, ότι θα μιλήσουμε ειδικά, αλλά ως δύο «γενικότητες» -ως άφυλοι, άθρησκοι, πέρα από ιδεολογίες, ταυτότητες και «ιδιαίτερα χαρακτηριστικά». Και, δεύτερον, ότι ο ένας θα λέει αλήθεια μόνο και ο άλλος μόνο παραμύθια.
Ναι; Ναι. Πάμε λοιπόν -μια ο ένας, μια ο άλλος:
● «Είναι έντιμος, καλός πατέρας, υπέροχος σύζυγος και καλός παππούς»
● Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν απόγευμα και η μαμά πήγε τα παιδιά της στις κούνιες. Εκεί, ένα άλλο παιδάκι έπιασε με τα χεράκια του την μπάλα που του είχε κάνει δώρο ο καλός παππούς του με πολλή αγάπη, στόχευσε και την πέτυχε. Μία γατούλα, ακριβώς στο κεφάλι. Το ζωντανό ζαλίστηκε, παραπάτησε και το παιδάκι γέλασε και χειροκρότησε. Η μαμά που το είδε, πήγε κοντά, το ρώτησε γιατί το έκανε και αν ξέρει η δική του μαμά τι κάνει. Το ακούει η δική του μάνα, πλησιάζει και λέει: «Εμείς δεν είμαστε φιλόζωοι και σ’ όποιον αρέσει. Εμείς τα ζώα τα χτυπάμε. Κάνε ό,τι θέλεις μικρό μου!».
● «Εχουμε χάσει τελείως την κοινή λογική; Σε αυτό τον άνθρωπο, δεν επιτέθηκαν την ώρα που καθόταν στο πάρκο αμέριμνος επειδή ήταν χρήστης ναρκωτικών. Εκανε μια επιλογή και την πλήρωσε»
● Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν πανέμορφο τόπο, έφτασαν, χωρίς να το θέλουν, ξένοι από μακριά. Οι ντόπιοι τούς περιόρισαν. Στον ίδιο τόπο, οι αποχετεύσεις έφταναν στη θάλασσα που κολυμπούσαν άλλοι ξένοι, που είχαν φτάσει επειδή το ήθελαν. Το νερό δεν πινόταν, γιατί είχε κολοβακτηρίδια. Και όταν μόνο ένας προσφέρθηκε να λειτουργήσει τον βιολογικό καθαρισμό, κανείς δεν τον στήριξε. Το μόνο που έκαναν ήταν να προτείνουν να πιαστούν χέρι χέρι, για να μην πάνε οι πρώτοι ξένοι και βρομίσουν τα νερά τους.
● «Είμαι μια Drag Queen οροθετική τσούλα. Και μάχομαι κατά της βίας, χωρίς βία»
● Μια φορά κι έναν καιρό, ο Γιάννης, πρώην κατάδικος, έκλεψε δύο κηροπήγια από μία εκκλησία. Φεύγοντας, τρέχοντας και έντρομος, τον συλλαμβάνει η αστυνομία, γιατί τον είδε κάπως «ύποπτο». Βρήκαν πάνω του τα κηροπήγια, πήγαν στον επίσκοπο της εκκλησίας και τον ρώτησαν πού τα βρήκε. «Εγώ του τα ‘δωσα», απάντησε εκείνος. «Είστε σίγουρος;», ξαναρωτάνε. «Ναι»… Ο Γιάννης ρώτησε έπειτα τον επίσκοπο γιατί τον στήριξε. «Γιατί, τώρα, έχω την ψυχή σου».
…Το πρώτο το δήλωσε η σύζυγος κοσμηματοπώλη. Το δεύτερο έγινε στο Περιστέρι. Το τρίτο ήταν σχόλιο υποστήριξης στο FB, στο σχόλιο αστυνομικού «αυτή είναι η πρακτική μας. Και σ’ όποιον αρέσει!», αναφερόμενος στο τι έκαναν οι συνάδελφοί του στον Ζακ. Το τέταρτο έγινε στον οικισμό Πέτρας – Μολύβου Λέσβου. Το πέμπτο, το είχε πει ο Ζακ σε συνέντευξή του. Το τελευταίο είναι από τους «Αθλίους» του Βικτόρ Ουγκό. Επιλέξτε εσείς τι είναι αλήθεια και τι παραμύθι.
Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι η δολοφονία του παιδιού αυτού με έχει στοιχειώσει. Και πως αυτός ο ένας, ο μόνος, ο άλλος που προσπάθησε να σταματήσει τους φονιάδες, έχει την ψυχή μου.