Αν οι δημοσκοπήσεις δεν πέφτουν έξω κι αν τις διαβάζω σωστά, τα κοινοβουλευτικά κόμματα στην προσεχή Βουλή θα μειωθούν. Από επτά μένουν πέντε, με ενδεχόμενο να γίνουν προσεχώς τέσσερα. Αν συμβεί αυτό, θα έχουμε δύο νέα δεδομένα: Κλείνει ένας κύκλος κομματικού πολυκερματισμού. Το ενδεχόμενο αυτό, κατά δεύτερον, αποκλίνει από τα τρεχούμενα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου ο πολυκερματισμός παραμένει, αν δεν οξύνεται.
Στην ιστορία των κομμάτων τρεις σταθμοί σφράγισαν τα κομματικά συστήματα. Η βιομηχανική κοινωνία και η ανάπτυξη δύο οικογενειών, ενίοτε ανταγωνιστικών, της σοσιαλιστικής-σοσιαλδημοκρατικής-εργατικής, η μεγαλύτερη, και της κομμουνιστικής.
Από τη δεκαετία του 1970 εμφανίστηκε, κυρίως στις πλουσιότερες χώρες, μία νέα οικογένεια, οι Οικολόγοι-Πράσινοι, απότοκο της μεταβιομηχανικής ή μετανεωτερικής κοινωνίας, των κοινωνιών αλλιώς που μειώνεται το βάρος της εργατικής τάξης και στηρίζονται περισσότερο στον υποκειμενισμό και τις «μεταϋλιστικές» αξίες.
Τέλος, εδώ και κάποια χρόνια εμφανίζονται ξενοφοβικά, ακροδεξιά κόμματα που εστιάζουν σε δύο κυρίως θέματα, την υπεράσπιση του εθνικού κράτους και, κατ’ αντιδιαστολή, οτιδήποτε υποτίθεται το απειλεί, από τα ξένα κέντρα και τις υπερεθνικές συσσωματώσεις ώς, συχνά κυρίως, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα κόμματα αυτά έχουν κοινά με τα φασιστικά και ναζιστικά κόμματα και κινήματα του Μεσοπολέμου και δεν συνιστούν κάτι νέο. Αυτό ισχύει εν μέρει, ιδιαίτερα για ορισμένα από αυτά, αλλά όχι για όλα και μόνο εν μέρει.
Στην Ελλάδα, για λόγους ιστορικούς και οικονομικούς η εξέλιξη είναι κάπως διαφορετική. Σοσιαλιστικό κόμμα με εκλογική απήχηση εμφανίστηκε μόλις το 1974, το ΠΑΣΟΚ, μέχρι τότε κυριαρχούσε το Κομμουνιστικό, πάρα το γεγονός ότι τέθηκε εκτός νόμου από τον Εμφύλιο ώς το 1974. Τα κατά καιρούς οικολογικά κινήματα και κινήσεις δεν ευδοκίμησαν.
Ετσι, μέχρι πρόσφατα είχαμε ένα εκλογικό σύστημα δυόμισι κομμάτων, με τα δύο μεγάλα, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., να εναλλάσσονται στην εξουσία και το ΚΚΕ να έχει απήχηση γύρω στο 10% μέχρι το 1990 και έκτοτε λιγότερο χωρίς να επηρεάζει σημαντικά τα πολιτικά δρώμενα.
Παρά τις συνεχείς κρίσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά και των τριών κομμάτων και την εμφάνιση νέων από διασπάσεις τους, η κατάσταση αλλάζει ουσιαστικά μετά την πρόσφατη κρίση, γεγονός που αποτυπώνεται στις πρώτες εκλογές του 2012. Η κρίση και τα μνημόνια δυναμώνουν τις αντικομματικές και κεντρόφυγες τάσεις και εκτρέφουν νέα κόμματα ή δυναμώνουν άλλα με ισχνή εκλογική απήχηση.
Με την εξαίρεση της Χρυσής Αυγής, τα υπόλοιπα, παρά κάποιες άξιες λόγου ιδέες και προτάσεις, δεν εξέφρασαν κάποια κοινωνική δυναμική ή δεν είχαν σαφές ιδεολογικό στίγμα. Ακόμη όμως και η Χρυσή Αυγή έχει λίγα κοινά με τα νέα ακροδεξιά κόμματα που αναδύονται στην Ευρώπη. Πρόκειται για αμιγές ναζιστικό κόμμα, σε αντίθεση με τα νέα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη που εμφανίζονται περισσότερο εθνοκεντρικά.
Η έξοδος από τα μνημόνια, ο διαφαινόμενος οξύς ανταγωνισμός ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. και η αδυναμία των περισσότερων μικρών εκλογικά κομμάτων φαίνεται να οδηγεί στη μείωση του κατακερματισμού. Οδηγούμαστε σ’ ένα πεντακομματικό σύστημα, δύο μεγαλύτερων εκλογικά και τριών μικρότερων, ΚΚΕ, Χρυσή Αυγή και ΚΙΝ.ΑΛΛ. Το τελευταίο υπάρχει χάρη στα τοπικά του στηρίγματα και ενδέχεται να εξαϋλωθεί όσο αυτά μειώνονται λόγω και του θολού του ιδεολογικού στίγματος και των επικείμενων διεργασιών στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Ολα αυτά, όμως, υπό δύο αιρέσεις. Σημαντικό μέρος των πολιτών, κυρίως πρώην ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγουν να απαντήσουν στις δημοσκοπήσεις ή σκέφτονται να απόσχουν. Η στάση τους θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και την έκβαση της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης και τη δομή του κομματικού συστήματος.
Από την άλλη πλευρά, σημαντική μερίδα παραδοσιακών συντηρητικών ψηφοφόρων θέλγεται από ξενόφοβες εθνικιστικές ιδέες, τροφοδοτούμενες και από το «μακεδονικό». Αυτό αποτελεί μεγάλο πονοκέφαλο για τη Ν.Δ., αφήνει το πεδίο ανοιχτό τόσο για τις πολιτικές της επιλογές όσο και για την ίδρυση νέου κόμματος στις παρυφές της.
Τα δύο αυτά δεδομένα εισάγουν στοιχεία αβεβαιότητας και καθιστούν την επόμενη εκλογική αναμέτρηση ανοιχτή. Στη συνθήκη αυτή θα βαρύνουν ιδιαίτερα η παρουσία των αρχηγών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων αλλά και οι τακτικές κινήσεις τους με στόχο τη δική τους συσπείρωση και την αποσυσπείρωση του αντιπάλου. Αυτό όμως σημαίνει ότι τα μεγάλα κόμματα θα καταστούν ακόμη περισσότερο αρχηγικά με παρεπόμενο να γίνουν ακόμη πιο ευάλωτα ιδεολογικά και πολιτικά.
* καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών