14.10.2018, 10:56 | εφσυν
– Πάλι μαύρο φοράς;
– Πάλι; Γιατί; Οχι.
– Αφού φοράς πάλι μαύρο.
Κοίταξε τα ρούχα της. Μαύρο παντελόνι και ένα μαύρο ελαφρύ πλεκτό, που το κουβαλούσε από το πρωί γι’ αυτήν ακριβώς την ώρα, όταν νυχτώνει και η θερμοκρασία πέφτει.
Από μέσα όμως φορούσε ένα κόκκινο μπλουζάκι, κόκκινο σαν της παπαρούνας.
– Οχι, είπε στη φίλη της. Κόκκινο φοράω, αυτό το έχω για το κρύο.
Η φίλη της κούνησε το κεφάλι.
– Σ’ το έχω πει, να φοράς και κανένα χρώμα. Ολο μαύρο και σκούρο μπλε, άντε και κανένα γκρι ή μοβ – σκούρο κι αυτό.
Αποφάσισε να αποδείξει την αλήθεια των λόγων της. Επιασε το πλεκτό από τη βάση του και το τράβηξε προς τα πάνω για να βγει. Από μέσα έλαμψε ένα φωτεινό κόκκινο, που στο ημίφως του μπαρ έκανε μερικά βλέμματα να γυρίσουν προς το μέρος της. Μπορεί να ήταν το χρώμα της μπλούζας, μπορεί να ήταν και ο τρόπος που το πέταξε από πάνω της. Σαν να κούνησε παντιέρα σε διαδήλωση.
– Μάλιστα. Με έπεισες. Αλλά θα μπορούσες να έχεις ένα πιο χρωματιστό πανωφόρι.
– Γίνεσαι φορτική. Σου λέω εγώ τι να φορέσεις;
– Μα, αφού σου ταιριάζουν τα χρώματα, σου δίνουν τόσο φως στο πρόσωπο…
– Ωχ, φτάνει… Ας παραγγείλουμε.
Παρήγγειλαν κρασί. Κόκκινο και οι δύο.
Πράγματι τα αγαπούσε τα χρώματα, όλα με χρώματα τα έβλεπε. Με αυτά μετρούσε συναισθήματα, συχνά έκρινε και τους άγνωστους που συναντούσε στον δρόμο. Η ηλικιωμένη κυρία με τα λευκά μαλλιά και το κόκκινο κραγιόν: ζούσε σαν να μην υπάρχει ηλικία.
Η κοπέλα με το ροζ πουλοβεράκι και τα μακριά κόκκινα νύχια: δεν είχε αποφασίσει ακόμη αν μεγάλωσε ή όχι. Ο κομψευόμενος μεσήλικος κύριος με τη χρωματιστή γραβάτα μέσα από το γκρι κοστούμι: ήθελε να δείξει ότι μπορεί να ήταν σοβαρός, αλλά είχε χιούμορ. Ο ξανθός γαλανομάτης νεαρός με το μαύρο μπλουζάκι και το σήμα του χαρντ ροκ συγκροτήματος στο στήθος: βυθιζόταν στη μουσική ώσπου έφτανε στα βάθη μιας λίμνης όπου δεν υπήρχε τίποτα, μόνο φως.
Κάπως έτσι και οι άνθρωποι που γνώριζε και συναναστρεφόταν είχαν δικό τους χρώμα: θαμπό γκρίζο η γειτόνισσα με την παρδαλή ρόμπα που έβγαινε στο μπαλκόνι για να κουτσομπολεύει. Φωτεινό γαλάζιο εκείνος ο φίλος της που όταν χαμογελούσε άστραφτε ο κόσμος όλος. Βαθύ πορτοκαλί η ανασφαλής φίλη της που έκρυβε πίσω από μια κοφτερή γλώσσα μια τεράστια καρδιά. Απαλό κίτρινο σαν γρανίτα λεμόνι οι ανιψιές της. Λευκό της κρέμας η άλλη φίλη της που με τον καλό της λόγο μπορούσε να απαλύνει κάθε στενοχώρια.
Αυτά εξηγούσε στη φίλη της, χειρονομώντας και επιχειρηματολογώντας όσο έπιναν το κόκκινο κρασί τους, που η ανάγκη το ’φερε και παρήγγειλαν και δεύτερο.
– Κι εσύ, τι χρώμα είσαι; τη ρώτησε. Το κόκκινο που φοράς από μέσα ή το μαύρο που φόραγες πριν;
Σκέφτηκε λίγη ώρα πριν απαντήσει.
– Σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο. Οπως τις νύχτες που δεν έχει φεγγάρι, αλλά είναι γεμάτες άστρα. Ή η θάλασσα στα πιο μεγάλα βάθη.
– Είσαι ψώνιο, της είπε η φίλη της και έβαλε τα γέλια. Διάλεξες για σένα το πιο αυτοκρατορικό χρώμα.
Γέλασε κι εκείνη, αλλά είχε επιχείρημα να την αντικρούσει.
-Οχι, διάλεξα το πιο δημοκρατικό. Κάτω από τον νυχτερινό ουρανό όλοι είμαστε όμορφοι. Κι ύστερα, τη νύχτα όλα τα χρώματα σκούρα φαίνονται. Ακόμα κι αυτό το κόκκινο απόψε.
-Γιατί το διάλεξες σήμερα;
-Ισως γιατί όταν ξύπνησα η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και έκανε το αίμα μου να τρέχει σαν τρελό. Αλλά την προστάτεψα από τους αδιάκριτους με το μαύρο πουλοβεράκι.
Γέλασαν.
Οταν βγήκαν έξω, η βραδιά ήταν πολύ γλυκιά, παρά την ψύχρα. Και ένας περαστικός που τις κοίταξε του φάνηκαν τέλειες από κάθε άποψη, όπως βάδιζαν τόσο διαφορετικές κάτω από τον έναστρο ουρανό.