14.10.2018, 10:00 | εφσυν
Οτι δεν είναι η μέρα μου, δεν είναι. Και δεν μιλάω για τη σημερινή που με διαβάζεις, αλλά για τη χθεσινή, που με έγραφα. Η οποία ξεκίνησε κάπως πιο πριν, όταν με «έγραφαν» άλλοι. Γενικά, έπεσε πολύς «γραπτός λόγος». Κι από νωρίς. Πριν ακόμα έρθω στη δουλειά. Και, τις Παρασκευές, έρχομαι νωρίς. Ειδικά αυτή, που ήταν 12 του Οκτώβρη.
Οχι, δεν βγήκα στους δρόμους, τραγουδώντας τον ύμνο του ΕΑΜ, γιορτάζοντας την απελευθέρωση της Αθήνας. Τα γατάκια μιας φίλης πήγα να ταΐσω. Ηταν η ώρα που τα παιδιά πήγαιναν στα σχολείο τους. Πάρκαρα ακριβώς μπροστά του.
Θα ’ταν, δε θα ’ταν δέκα ετών. Φώναζε στο φίλο του να κατέβει. «Γιατί δεν έρχεσαι;», τον ρωτούσε ξανά και ξανά. Ο άλλος, από το μπαλκόνι του τελευταίου ορόφου, ούρλιαζε λέγοντας πως θα πάει αργότερα γιατί βαριέται και να μην τον περιμένει. Ο φίλος του επέμενε. Το πόσες φορές ο μπαλκονάτος είπε τη λέξη που όλοι αγαπήσαμε και που χαρακτηρίζει την ελληνική λεκτική καθημερινότητα, ούτε και ξέρω. Ρε μαλ… το ένα, ρε μαλ… το άλλο. Οσο κι αν τον περίμενε το άλλο παιδάκι (σ.σ. ο «μαλ..ας»), αυτός δεν κατέβηκε. Αυτό όμως που με ψιλοσόκαρε έως βαθυπροβλημάτισε ήταν όταν βγήκε η μάνα να ελέγξει γιατί ουρλιάζει το καμάρι της. Είπε απλά ένα «γεια» και ξαναμπήκε μέσα.
Ενεκα που οι ντουβρουντζάδες πάνε μαζί μαζί, ο δεύτερος με βρήκε στο μετρό. Στο βγαίνε, όχι στο μπαίνε… Προχωρώντας σε ένα σχετικά μεγάλο, για τα δεδομένα της πόλης, πεζοδρόμιο, έρχεται καταπάνω μου ένα σχετικά μεγάλο, για τα δεδομένα της κρίσης, μηχανάκι. Κάνω στην άκρη, σταματάω και λέω: «Συγγνώμη. Σας έκλεισα τον δρόμο. Είμαι απλώς μία πεζή που περπατάει στο πεζοδρόμιο». Ο οδηγός, που με είχε ήδη προσπεράσει, σταματάει, γυρίζει και μου λέει: «Ορίστε;». «Λέω, είμαι ένας πεζός πάνω στο πεζοδρόμιο». «Καλά, σε μένα έπεσες ρε κοπέλα μου;», αντιγυρίζει θυμωμένα.
Εχω την αίσθηση ότι στην ψυχολογία αυτό λέγεται ανάστροφη (ή αντεστραμμένη) προβολή. «Καλά, σε σένα έπεσα;», ήθελε μάλλον να μου πει κι είπε το αντίστροφο. «Μπορούμε να συμφωνήσουμε έστω στο ότι στα πεζοδρόμια περπατούν ή έστω έχουν προτεραιότητα οι μη έχοντες όχημα;», συνέχισα, ούτε κι εγώ ξέρω γιατί. Ελαβον μούντζα και ησύχασα.
Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στα μάτια μου, ο κυριούλης με το μηχανάκι πήρε τη μορφή του παιδιού που έβριζε τον φίλο του, από τη σπιταρόνα του, ενώ δίπλα ήταν η μητέρα του, που καμία εντύπωση δεν της έκανε, που καμία παρατήρηση δεν έκανε.
Οτι αυτά τα παιδιά θα πάνε στο σχολείο, δηλαδή. Και ότι ο δάσκαλος θα προσπαθήσει, σε μια γλώσσα που τη λένε ελληνικά και δεν την πολυκαταλαβαίνουν, να τους εξηγήσει τι ακριβώς; Τι έγινε στις 12 Οκτωβρίου του ’44; Τι έγινε στην Κατοχή; Γιατί περιμένουν κάποιοι, από κάποιους, κάποιες αποζημιώσεις; Γιατί κάποιοι πέθαναν απ’ τους άλλους κάποιους και για ποιον σκοπό πέθαναν; ‘Η μήπως γιατί μετά από λίγο ξαναπέθαναν; Δεν είναι σχολεία αυτά. Μάντρα οικοδομικών υλικών είναι. Μπάζα μπαίνουν, τούβλα βγαίνουν.
Μετά αναρωτιόμαστε γιατί ανεβαίνει η δημοφιλία του Σαλβίνι και γιατί οι φασίστες αλωνίζουν σε γειτονιές και μυαλά νοικοκυραίων.
«Εμείς υπερασπιζόμαστε τις αξίες που έχει ξεχάσει η Αριστερά», είπε ο Ιταλός, φιλολεπενικός πρόεδρος. Το τραγικό και τραγικά επικίνδυνο είναι πως έχει εν μέρει δίκιο. Κάπου έχει ξεχαστεί η Αριστερά. Και η νεοφιλελεύθερη Δεξιά μαζί με την άκρα Δεξιά είναι έτοιμες να την πατήσουν, ενώ αυτή περπατά αμέριμνη στο πεζοδρόμιο. Κι εμείς; Εμείς νομίζουμε ότι αμολώντας ένα «μαλ…», καθαρίσαμε.
Υπερβάλλω; Καλά κάνω. Είμαι εκτός εποχής; Εντελώς!
Ακόμα κι έτσι όμως, ακόμα και μέσα στη νοσταλγική υπερβολή μου και τη χιλιοχρονίτικη ύπαρξή μου, προστασία δεν έχω. Γιατί αυτά που έρχονται θα τα ζήσουμε μαζί. Ολοι. Οπως και τότε. Αρχές του ’40, και πιο πριν…
Ναι. Δεν βγήκα σήμερα Παρασκευή στους δρόμους τραγουδώντας τον ύμνο του ΕΑΜ. Πόσο ’το θελα όμως… Ακόμα και ως λάθος -κι η ίδια- εποχής.