15.10.2018, 17:19 | εφσυν
Η έννοια της «κανονικότητας» και δη της «ευρωπαϊκής κανονικότητας» έχει μεγάλη πέραση τον τελευταίο καιρό. Την επικαλούνται όσοι κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ πως έβγαλε τη χώρα από την ευρωπαϊκή πεπατημένη. Την επικαλείται τελευταία και η κυβέρνηση ως μέρος του αφηγήματος της καθαρής εξόδου από την κρίση, σύμφωνα με το οποίο η χώρα –με το τέλος των μνημονίων– ξαναγίνεται «κανονική».
Η χώρα (και πάντως οι ηγέτες της) φαίνεται να ζει με τη φαντασίωση της επιστροφής, μετά την οκταετή μας περιπέτεια, σε έναν χαμένο παράδεισο που βρίσκεται εκεί και μας περιμένει. Και οι μεν μας λένε ότι το όνειρο μένει ανεκπλήρωτο λόγω των «ΣΥΡΙΖΑΝΕΛΛ» και προσδοκούν ανάσταση νεκρών (ως φορέων «κανονικότητας»), οι δε όλο και περισσότερο επαίρονται ότι τα κατάφεραν να γίνουν «κανονικοί» και μαζί τους και η χώρα, οπότε τι χρείαν έχομεν του Μητσοτάκη;
Η κανονικότητα δεν είναι βέβαια πάντα φαντασιακή. Υπάρχει λ.χ. μια κοινοβουλευτική κανονικότητα, όπου τα δημοκρατικά κόμματα διαλέγονται πολιτισμένα, αυτό ακριβώς που αρνούνται στον ΣΥΡΙΖΑ οι φανατικοί αντίπαλοί του, όταν τον τοποθετούν εκτός «δημοκρατικού τόξου». Ενδεχομένως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κανονικότητα» το να ξεφύγει μια χώρα από την ανωμαλία της αποικιακού τύπου διαχείρισης της οικονομίας και της δημοκρατίας της από ξένους δανειστές, όπως συμβαίνει με τα μνημόνια.
Εδώ, όμως, γίνεται λόγος για μια «ευρωπαϊκή κανονικότητα» ως ιδεώδες, φορτισμένη με φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές αξίες και θεσμούς, αυτό που ονομάζουμε συχνά «ευρωπαϊκό μοντέλο». Ας είμαστε σαφείς: το «ευρωπαϊκό μοντέλο», αν και ποτέ δεν υπήρξε ο παράδεισος που παρουσιάζουν οι άκριτοι διαφημιστές του, υπήρξε -και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι- μια αξιοζήλευτη μορφή οργάνωσης των κοινωνιών, ασφαλώς ανώτερη από όσες άλλες προσφέρονται σήμερα ή προσφέρθηκαν πρόσφατα παγκοσμίως. Γι’ αυτό και αξίζει να το υπερασπιζόμαστε, γι’ αυτό υποστηρίζουμε και την κύρια θεσμική του έκφραση, την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αυτό όμως που φαίνεται να διαφεύγει από πολλούς που επικαλούνται το ευρωπαϊκό μοντέλο είναι πως αυτό βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση και πως σήμερα κινδυνεύει κυριολεκτικά να καταρρεύσει, τόσο στην οικονομική όσο και στη δημοκρατική του διάσταση. Πρόκειται για μια κατάρρευση ίσως λιγότερο θεαματική απ’ αυτή του «υπαρκτού σοσιαλισμού» προ τριακονταετίας, αλλά πιθανόν εξίσου ριζική και χωρίς την ελπίδα που συνόδευσε την πτώση του Τείχους.
Ποια είναι σήμερα η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» προς την οποία θα πρέπει να προσβλέπουμε; Το πολιτικό τοπίο της Ιταλίας ή της Αυστρίας; Η Ακροδεξιά να βρίσκεται ante portas, αλλού κυβερνώσα ή συγκυβερνώσα (Ιταλία, Αυστρία, Νορβηγία, Ελβετία, Φινλανδία), αλλού αξιωματική αντιπολίτευση ή δεύτερο σε ψήφους κόμμα (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία), αλλού ανερχόμενη δύναμη (Σουηδία); Το Brexit και το πολιτικό κλίμα που δημιούργησε; Τα αποσχιστικά κινήματα; Για δε τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, ας μη γίνει λόγος.
Το ευρωπαϊκό μοντέλο χτίστηκε γύρω από δύο πολιτικές οικογένειες, που διαγωνίζονταν περί το κέντρο, με ελάχιστο κοινό παρονομαστή κάποιες κοινωνικές ευαισθησίες και ένα ευρωπαϊκό όραμα. Βλέπουμε πουθενά αυτό να ισχύει σήμερα; Είναι «κανονική» η κατάρρευση της Κεντροαριστεράς περίπου παντού και η μετατόπιση της Δεξιάς όλο και περισσότερο προς την ατζέντα –συχνά δε και προς συνεργασία– με την Ακροδεξιά και τον εθνικισμό; Εξάλλου, η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» στηριζόταν και σε μια ισχυρή σχέση και κοινές αξίες με τις ΗΠΑ. Αναγνωρίζουμε τους δεσμούς αυτούς σήμερα με την Αμερική του Τραμπ;
Συμβιβάζεται μήπως με το ευρωπαϊκό μοντέλο το ξήλωμα του κράτους πρόνοιας, η υψηλή ανεργία, οι αυξανόμενες ανισότητες και η οικονομική ανασφάλεια που παράγει τις τελευταίες δεκαετίες ο κυρίαρχος νεοφιλελευθερισμός; Μα και όσοι μετατρέπουν την αναγκαστική υποταγή μας στις περίφημες «αγορές» σε πράξη προσέγγισης προς ένα ιδεώδες, προσβλέπουν άραγε σε μια «κανονικότητα» όπου το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο θα αποφασίζει προς όφελός του μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια της εθνικής ή και ευρωπαϊκής μας πολιτικής;
Η κανονικότητα που φαντασιώνονται μερικοί, διεθνής ή ευρωπαϊκή, δεν υπάρχει πια. Εχει καταστεί δυσλειτουργική και παράγει πλέον τέρατα. Καταρρέει δε κυρίως από τα μέσα, όχι από εξωτερικούς εχθρούς της. Οσοι την προβάλλουν άκριτα ως ιδεώδες, αντιπαραθέτοντάς τη μάλιστα σε μια «ελληνική ιδιαιτερότητα» που καταδικάζουν, λησμονούν πως η «ελληνική ιδιαιτερότητα» είναι συστατικό μέρος και προϊόν της κανονικότητας που θεραπεύουν. Βυθίζονται δε σε έναν βαθύτατο συντηρητισμό, καθώς υπερασπίζονται καταστάσεις που όλο και λιγότερο έλκουν τους πολίτες.
Αν θέλουμε να αντικρούσουμε έναν επερχόμενο νέο μεσαίωνα, αν θέλουμε να διαφυλάξουμε τις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ειρηνικής συμβίωσης, πρέπει να αγωνιστούμε για να αλλάξουμε ριζικά τη σημερινή απειλητική για τη δημοκρατία και την Ευρώπη «κανονικότητα», όχι απλά να ενταχθούμε σ’ αυτήν.
Οι αντιστάσεις σ’ αυτή την καταστροφική «κανονικότητα», από θέσεις αριστερές και φιλοευρωπαϊκές, παρά τη συχνά αναπόφευκτη «ατζαμοσύνη» τους, συμβάλλουν περισσότερο στην αντιμετώπιση των τεράτων που μας απειλούν, από τις κατάρες κατά της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» και την άκριτη υποταγή σε ένα ολοένα πιο προβληματικό και μη βιώσιμο σύστημα.
* Διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών