Οπως έρευνες στην κοινωνική ανθρωπολογία και κοινωνική ψυχολογία έχουν δείξει, μία από τις ισχυρότερες στρατηγικές πολιτιστικής χειραγώγησης αφορά τις διαδικασίες μέσω των οποίων το ανοίκειο γίνεται οικείο και το αντίθετό του.
Αυτή η «επανεγγραφή» (όταν δημιουργηθεί προφανώς η κοινωνικο-οικονομική ανάγκη) συντελείται με διάφορους τρόπους, αλλά ίσως ο ισχυρότερος αφορά τη νοηματοδότηση νέων φαινομένων με τρόπο που η δυναμική του καινούργιου να μη διαταράσσει τα όρια του παλιού στάτους και των νοηματοδοτήσεών του. Εάν τα όρια ξεπεραστούν, οι υπάρχουσες κοσμοθεωρίες αντιδρούν.
Ενα παράδειγμα αφορά τον τρόπο που η «επιστημονική κοινότητα» (ετεροκαθοριζόμενη από την κοινωνία και την πολιτική και όχι την επιστήμη) υποδέχτηκε την κβαντική φυσική στις χώρες της σταλινικής Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και τις έρευνες για την έκταση της ομοφυλοφιλικής (πανσεξουαλικής στην πραγματικότητα) συμπεριφοράς στην «ετεροσεξουαλικά φτιαγμένη απ’ το χέρι του Θεού» φύση στις χώρες της καθολικής «Δύσης».
Η αντίδραση στο νέο που προσκόμιζε η έρευνα προσέλαβε υστερικές διαστάσεις, ώσπου αυτό αφομοιώθηκε.
Και στη σύγχρονη Ελλάδα είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που «η πολιτική κοινότητα» (ετεροκαθοριζόμενη από την οικονομία) υποδέχεται το ανοίκειο, ιδίως όταν αυτό διαταράσσει εν δυνάμει την ασφάλειά της.
Η απόρριψη των κομμάτων, φερμένη «από τα μαύρα δάση» (έξω από τον χώρο του «κοινοβουλευτικού πολιτισμού» δηλαδή, όπου η κλοπή γίνεται με βελούδινα γάντια και η δολοφονία με αβρά χαμόγελα), είναι προφανώς ανοίκεια, δημιουργημένη τα πολύ τελευταία χρόνια από φαινόμενα ακόμη εν εξελίξει. Φαινόμενα που μπορεί να κυοφορούν, δίπλα δίπλα, τα πάντα, από την ελπίδα ώς την τερατογένεση, καθώς το ανοίκειο, το άγνωστο, δεν συνεπάγεται αυτόματα το σωστό ή το λυτρωτικό (ούτε και το λάθος).
Οι αντιδράσεις των κομμάτων όμως δεν προσπαθούν να χτυπήσουν τα αίτια της απόρριψης, αντίθετα προσπαθούν να εγγράψουν το νόημα στο ήδη υπάρχον «στάτους», ώστε, αντί να πριμοδοτηθεί η αληθινή π.χ. καταδίκη πράξεων βίας «μέσω ενός άλλου παραδείγματος», να συντελέσουν στη δική τους επανανομιμοποίηση.
Ετσι, μια μετωνυμία συντελείται καθώς δεν κινδυνεύουν «οι ίδιοι» από την οργή αλλά «η δημοκρατία», κι ας έδρασε το πολιτικό κατεστημένο και οι ακόλουθοί του απίστευτα εχθρικά απέναντι στην έννοια που δήθεν προστατεύουν.
Αλλά και μια μετωνυμία συντελείται από όσους δρώντας στο όνομα της κινητοποίησης των «μαζών» τις επαναπαθητικοποιούν.
Χτυπημένες από τον πολιτικό ιό της «επίκτητης ανημπόριας», το πιθανότερο (λόγω της κριτικής αποστέρησης και της χειραγώγησής τους) θα προσανατολίζονταν άλλωστε συντηρητικότερα. Τόσο ο ηθικισμός των ανήθικων «από πάνω» όσο και η «επαναστατικότητα» των ηθικών «από κάτω» επικοινωνείται ως αυτοαναφορικό θέαμα, αντιβιοτικά ενός συστήματος, ερήμην μας, ενάντια στον βίο.