Εκεί κατά τις έντεκα το πρωί κάνει το διάλειμμά της η Αρχοντία. Ετσι το ‘χει συνηθίσει από τα χρόνια που ‘τανε καινούργια νοικοκυρά και μικρομάνα· από τότες σηκωνότανε απ’ τα χαράματα, να ετοιμάσει το πρωινό των παιδιών, να τα ξυπνήσει, να τα πλύνει και να τα ντύσει, να φτιάξει τα κοτσιδάκια της κόρης της και να βασανίσει τον κατσαρομάλλη γιο της με το χτένισμα με την ψιλή χτένα, πριν τα στείλει στο σχολειό.
Κι έπειτα ν’ αερίσει το σπίτι, να τινάξει κουβέρτες και παπλώματα, να συγυρίσει τα υπνοδωμάτια, να βάλει μπρος το φαΐ, να συμμαζέψει την κουζίνα· ώσπου να γενούνε όλα αυτά, ήτανε πια περασμένες έντεκα.
Μα μόλις ξεμπέρδευε με τη λάντζα κι είχε το νεροχύτη ν’ αστράφτει και τα κατσαρολικά να στάζουνε κρεμασμένα πάνω απ’ τη στεγνωτήρα, την ώρα που χαμήλωνε τη φωτιά στο μάτι για να σιγοβράσει το φαΐ και να χυλώσει, να γενεί πιο νόστιμο, έστηνε και το γκαζάκι να φτιάσει το καφεδάκι της ή κανένα μυρωδικό βραστάρι.
Είχε φτάσει η στιγμή της, το ίσιωμα στην ημέρα μετά από μιαν ανηφοριά που την είχε ανέβει απνευστί, όπου θα ξαπόσταινε ασχολούμενη με το απόλυτο τίποτα. Κι ακουγότανε μονάχα το καπάκι του τέντζερη που χοροπηδούσε στον ρυθμό του βρασμού ή το ρούφηγμα των χειλιών της καθώς αγγίζανε στο φλιτζάνι με το ζεστό, να δίνουνε το τέμπο αυτής της ηρεμίας.
Κι έτσι το κράτησε ίσαμε σήμερα το συνήθειο, στα ύστερά της πια, κάθε τέτοιαν ώρα στην άμπωτη του πρωινού, να καθίζει μερικά λεπτά και ν’ αδειάζει η κεφαλή της. Κι έχει κι άλλα τέτοια ξαποστάματα στην οικονομία της ημέρας της· κείτεται λίγο το απομεσήμερο στον γύρο του κρεβατιού και κάθε αργά, μπρος στο τζάκι ή στο τραπέζι της κουζίνας, ξεφλουδίζει πασατέμπο και ρόδια, να σβήσουν το κορμί κι ο νους της πριν πάει να πλαγιάσει.
Τον έχει βρει τον τρόπο της η Αρχοντία, μ’ ετούτες τις μικρές της παύσεις, να βγάζει την ημέρα· όπως το έκανε κι η μάνα της, μα κι όλοι οι άνθρωποι του κάποτε. Και απορεί σαν βλέπει τους σημερινούς ανθρώπους να τρέχουν πανικόβλητοι κι ανοικονόμητοι, δίχως σταματημό κανένα, ξοπίσω από ανάγκες επινοημένες.
Να ζούνε με τη διαρκή αγωνία ότι ποτέ δεν προλαβαίνουν -τάχα, τι;- και με την ψευδαίσθηση πως αν ξαποστάσουν μια σταλιά μες στην ημέρα, ν’ ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους ώστε να συνεχίσουν φρέσκοι, θα τους πάρουνε από κάτω οι εξελίξεις κι ο ποταμός των γεγονότων. Να αισθάνονται τον καταναγκασμό πως πρέπει πάντοτε να καταπιάνονται με κάτι σπουδαίο και λογιστικά επικερδές, αγνοώντας την αξία των στιγμών του απόλυτου κενού.
Και σαν τους γροικά να κομπορρημονούνε περιφέροντας την αυτάρεσκη παντογνωσία τους, μόνο συμπόνια νιώθει για ετούτους τους καημένους που ενώ καμώνονται πως τα κατέχουν όλα, στ’ αλήθεια δεν γνωρίζουνε μήτε τα βασικά.