02.11.2018, 17:30 | εφσυν
Ενενήντα χρόνια τούτο το φθινόπωρο από τη γέννηση του Κώστα Καρυωτάκη. Του ποιητή που τον αυτοκτόνησαν και μετά «ψυχολογιοποίησαν» και το φαινόμενο… Το κείμενο με τον εύγλωττο τίτλο «Κάθαρσις» βρέθηκε μετά την αυτοκτονία του στα «Ευρισκόμενά» του. Μιλά για τις εμπειρίες του στο υπουργείο Πρόνοιας και για τον τρόπο με τον οποίο κάθε αξιοπρεπές πνεύμα πρέπει να πεθάνει.
Ο Καρυωτάκης συγκρούστηκε με τους υπεύθυνους για τη διαχείριση των προσφυγικών χρημάτων. Ανθρωπος με συνείδηση και ενεργός συνδικαλιστής της τότε Αριστεράς, γνώριζε τη σκανδαλώδη ρεμούλα υπουργών και παρατρεχάμενων και δεν δίσταζε να υποβάλλει γραπτές διαμαρτυρίες. Η στάση ζωής του τον κατέστησε ανεπιθύμητο και όχι μόνο δεν του αποδόθηκαν οι προαγωγές που αντιστοιχούσαν στα σπάνια τότε προσόντα του, αλλά το πνεύμα του έπρεπε με συνεχείς δυσμενείς μεταθέσεις να καμφθεί…
Πολύ βολικά αυτό το θύμα ειρήνης, και με δεδομένη την ευαισθησία των γραπτών του (και πώς να μη γράφει απαισιόδοξα με όσα ζούσε επειδή είχε συνείδηση ζωντανή;), μετά τη χρήση της σφαίρας που του άφησαν ως μοναδική φωνή, κρίθηκε «μελαγχολικός έως θανάτου» σε μια «μελαγχολική πόλη»… και τα λοιπά προβλεπόμενα όποτε «ένα ζήτημα» πρέπει να αποπολιτικοποιηθεί ώστε να εξατομικευτεί η κοινωνική δυσλειτουργία. Η κάθαρσις στην περίπτωση του ποιητή υπήρξε η επιλεγμένη εξορία. Και τελικά ο θάνατος:
Επρεπε να σκύψω… και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ…“έχετε λίγη σκόνη” να ειπώ, “κύριε Αλφα”. Υστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου… να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: “Αχ, αυτός ο Αλφα, κύριε Βήτα…”. Επρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του… Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: “Δούλος σας, κύριέ μου”.
Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: “πεντακόσιες χιλιάδες”. Ενα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: “σύμφωνος”.
Επρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Ετσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω. Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.