Αυτό το ενδυματολογικό αξεσουάρ, η γραβάτα, ισχυρό σύμβολο του αστισμού και της συμμόρφωσης, έχει επιβιώσει πάνω από τετρακόσια χρόνια κοινωνικών αλλαγών.
Kαι στην Ελλάδα, έλαχε να γίνει σαφής ένδειξη πολιτικής ταυτότητας. Αφού πρώτα λοιδορήθηκε κατά κόρον η απρεπής έλλειψη λαιμοδέτη από τον πρωθυπουργό, κι αφού φρύαξαν για την ασεβή ανατροπή αποδεικτικών κανόνων, στο τέλος άρχισαν οι μιμητισμοί. Επιδίωξη των μιμητών είναι να στείλουν στους ψηφοφόρους ένα μήνυμα απλότητας, οικειότητας και εργατικότητας. Έχουμε δηλαδή μια σημειολογική μετατόπιση. Διότι στο χωράφι και στο γιαπί δεν φοράμε γραβάτες.
Τα ρούχα είναι για να τα φοράς κι όχι για να σε φοράνε. Το ίδιο και η ιδεολογία. Η ιδεολογία δεν είναι dress code ώστε να λες σήμερα θα ενδυθώ τον εκσυγχρονιστή, αύριο στα εγκαίνια θα ντυθώ φέρελπις, δουλευταράς και νέος, μεθαύριο αριστεία. Η στρατηγική του ιδιοκτήτη των Αθηνών, να αφήσει σπίτι τον πολιτικό του δανδισμό και να εμφανιστεί ως ένας από εμάς, ήταν μια σωστή επιλογή, επικοινωνιακά. Αλλά η πολιτική δεν είναι προϊόν ενδυματολογικών παραστάσεων. Ή τέλος πάντων δεν είναι πια, εδώ που φθάσαμε και μετά από όσα περάσαμε. Με αυτή την έννοια ο Κώστας Μπακογιάννης όσους ρόλους κι αν υποδυθεί, όσο και να μιμηθεί τον Αλέξη Τσίπρα, προσαρμόζοντας τον βεβαίως στην πιο καθώς πρέπει εκδοχή και σε μοντέρνα ερμηνεία, δεν θα μπορέσει να απομακρυνθεί πολύ από το πολιτικό του DNA.
Το σόι Μητσοτάκη – Μπακογιάννη σε όσα δεμάτια σανού κι αν κάτσει, όσες ελιές κι αν ραβδίσει, όσες εμφανίσεις κι αν κάνει με ή άνευ γραβάτας, θα είναι δια βίου το εθνικό κρατικοδίαιτο σόι. Και ποτέ δεν θα πείσει ότι σηκώνει τα μανίκια, βγάζει τη γραβάτα κι είναι έτοιμο να πιάσει δουλειά. Δεν ήταν ούτε θα είναι ποτέ με τους εργάτες. Kι αυτό το ξέρουν και οι ψηφοφόροι τους. Τόσο από τα υψηλά όσο και από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα.