Μικρή μου Αμάλ, πήρα το θάρρος να σου γράψω, μόλο που ξέρω: δεν πρόκειται να διαβάσεις το γράμμα μου. Δεν πρόλαβες να ζήσεις τη ζωή. Να μάθεις γράμματα. Να γνωρίσεις τον κόσμο.
Ο δικός σου κόσμος ήταν η βία του πολέμου. Ο παραλογισμός των ανθρώπων. Που τη μια κηρύσσουν την αγάπη κρατώντας τα θρησκευτικά τους σύμβολα και την επίπλαστη αγαθότητά τους και την άλλη πουλάνε τον χάρο ενισχύοντας τη βία. Εμπορεύονται τη δυστυχία και την καταστροφή.
Μικρό μου κορίτσι, ακούω τα λόγια μου να αφήνουν τον ήχο του τενεκέ. Να κουβαλάνε μέσα τους την απογοήτευση από τις χαμένες προσδοκίες. Νιώθω μέσα μου σπαραγμό για την υποκρισία αυτών που σπέρνουν τον θάνατο στην πατρίδα σου. Αυτών που θέλουν να σώσουν, τάχα μου, τον κόσμο απ’ τους «κακούς». Η ίδια πάντα ιστορία.
Δεν ξέρω ποιος ήταν ο Θεός σου κι ούτε με νοιάζει. Ησουν ένα μικρό λουλούδι που δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει. Κι όχι γιατί ήταν κακότυχο. Εχουμε εύκολες τις λέξεις στη Δύση. Ποια Δύση; θα αναρωτηθείς και θα έχεις δίκιο. Ο κόσμος σου ήταν οι βόμβες που άκουγες να πέφτουν, η μπόχα απ’ τα κουφάρια που απλώνονταν γύρω σου. Πτώματα και σκελετωμένοι άνθρωποι. Αδύναμοι. Που με δυσκολία στύλωναν τα κορμιά τους.
Δεν ξέρω ποιος ήταν ο Θεός σου. Δεν ξέρω τι σου απάντησε. Αν τον βρήκες. Αν σου εξήγησε γιατί τόσα παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα. Από τις βόμβες που ρίχνουν στο όνομα της ελευθερίας. Μη μου κακιώνεις. Ξέρω, δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνει ελευθερία.
Μικρή μου Αμάλ. Θα μπορούσες να ήσουν η μικρή μου εγγονή και να σου λέω παραμύθια για έναν κόσμο καλύτερο. Με δικαιοσύνη. Εναν κόσμο όπου όλοι έχουν δικαιώματα. Εναν κόσμο παράδεισο για τα παιδιά.
Σιωπώ, Αμάλ. Ψάχνω τις λέξεις. Εχει σταματήσει το μυαλό μου. Ανοίγω το λεξικό και μοιάζει λευκή σελίδα. Δυσκολεύομαι να σου μιλήσω. Σαν να δραπέτευσαν τα λόγια από το μυαλό μου. Τόσα χρόνια φουσκώνουμε σαν διάνοι στη Δύση. Η εποχή μας είναι παιδοκεντρική. Η καλύτερη εποχή που φροντίζει τα παιδιά. Νιώθω την απορία στο βλέμμα σου. Τι σημαίνει παιδοκεντρικότητα; Ξανά μανά η ανάγκη να δώσω ορισμούς. Να αναμετρηθώ μ’ αυτά που τα θεωρούσα βέβαια.
Εχεις δίκιο. Οι λέξεις μοιάζουν κούφιες για σένα. Για τα παιδιά που τα κουφάρια τους ξεβράστηκαν στο Αιγαίο. Για τα παιδόπουλα που πνίγηκαν στη Μεσόγειο. Για αυτά που η ψυχούλα τους μαράθηκε πρόωρα. Ανέλαβαν να βγάλουν μεροκάματο ταΐζοντας τις αρρωστημένες ορέξεις των Δυτικών. Για κείνα που στέγνωσαν την ψυχή τους σκοτώνοντας σε πολέμους.
Συγχώρα με, Αμάλ. Δεν μπόρεσα ν’ αντέξω την εικόνα σου. Η δυνατή ήσουν εσύ.