Η γιαγιά μου μού έχει διηγηθεί πως όταν ήταν νέα είδε μια μέρα έναν τύπο που πετούσε νομίσματα στο δρόμο και κανείς δεν πήγαινε να τα μαζέψει. Η μητέρα της τής εξήγησε τότε ότι εκείνα τα νομίσματα δεν άξιζαν τίποτα γιατί η αυστροουγγρική αυτοκρατορία δεν υπήρχε πλέον κι εκείνη την 28η Οκτωβρίου 1918 η Πράγα είχε μετατραπεί σε πρωτεύουσα ενός νέου κράτους, της Τσεχοσλοβακίας. Το κορίτσι δεν καταλάβαινε τίποτα. Πώς ήταν δυνατόν να ζουν πλέον σε μια άλλη χώρα αφού όλα παρέμεναν τα ίδια και στην πολυκατοικία τους ζούσαν οικογένειες που, εκτός από τσέχικα, μιλούσαν άλλες γερμανικά και άλλες γίντις;

Η κεντροευρωπαϊκή λογοτεχνία έχει περιγράψει τις διάφορες εθνότητες και έθνη που αποτελούσαν τον σύνθετο ιστό της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Οι λαοί αυτοί υποστήριζαν την αυτοκρατορία πριν από τον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που υπήρχαν αυτονομιστικά κινήματα τα οποία επιδίωκαν τη διάλυσή της. Το μυθιστόρημα «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» αναφέρεται σε αυτές τις τάσεις. Ο Μίκλος Μπάνφι περιγράφει στην «Τρανσιλβανική Τριλογία» του την αναταραχή των χρόνων πριν από τον πόλεμο τόσο από την ουγγρική όσο και από την αυστριακή πλευρά. Ο Γιόζεφ Ροτ λέει στο «Εμβατήριο Ραντέτσκι» ότι ο εθνικισμός είναι η νέα θρησκεία.

Τα εθνικιστικά και αυτονομιστικά κινήματα ενισχύθηκαν στη διάρκεια του πολέμου και άσκησαν πίεση για να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους από την αυτοκρατορία. Ο αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον υπήρξε, μεταξύ άλλων, ένθερμος συνομιλητής του εθνικιστή τσέχου προέδρου Τομάς Μάζαρικ. Μετά τον πόλεμο, ο Ουίλσον υποστήριζε ότι η ειρήνη που είχε επιτευχθεί στη διάσκεψη του Παρισιού έπρεπε να εγγυάται τα δικαιώματα των κρατών που προέκυψαν από τη διάλυση της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Τα ωραία του λόγια όμως έκρυβαν την επιθυμία του να μετατρέψει τη χώρα του σε μια μεγάλη υπερδύναμη. Η διάλυση των αυτοκρατοριών στην Ευρώπη υπηρετούσε θαυμάσια αυτόν τον σκοπό.

Πώς ήταν τα εθνοτικά σύνθετα κράτη που γεννήθηκαν από τα ερείπια της αυτοκρατορίας; Ας εξετάσουμε το παράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας.

Ένα από τα χαρακτηριστικά της ήταν η πολυπολιτισμικότητα, κληρονομιά της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Η Πράγα των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα δεν έφτανε το ένα εκατομμύριο κατοίκους: το 92% ήταν Τσέχοι και το 8% γερμανόφωνοι, τα δύο τρίτα των οποίων ήταν Εβραίοι. Η εβραϊκή αυτή μειονότητα ήταν οικονομικά και πολιτισμικά ισχυρή. Στη γειτονική Σουδητία ζούσε μια σημαντική γερμανική μειονότητα.

Η ποικιλομορφία αυτή πρόσφερε σημαντικά αποτελέσματα στον χώρο του πολιτισμού. Στις πρώτες της δεκαετίες, η Τσεχοσλοβακία είχε μια πλειάδα συγγραφέων τόσο στην τσεχική όσο και στη γερμανική γλώσσα, όπως ο Φραντς Κάφκα, ο Γιάροσλαβ Χάσεκ, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε και ο Γιάροσλαβ Σάιφερτ. Επιπλέον, η νέα τσεχοσλοβακική κυβέρνηση παρείχε φιλοξενία και οικονομική βοήθεια σε πολιτικούς πρόσφυγες, και κυρίως εξόριστους από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Την εποχή εκείνη ζούσαν στην Πράγα και έγραφαν τα καλύτερά τους έργα η ποιήτρια Μαρίνα Τσβιετάιεβα, η συγγραφέας Νίνα Μπερμπέροβα και ο γλωσσολόγος Ρόμαν Γιάκομπσον.

Η νεαρή δημοκρατία του προέδρου-διανοούμενου Τομάς Μάζαρικ έλαβε όμως και μερικές αμφιλεγόμενες αποφάσεις. Το ίδιο συνέβη και με άλλες χώρες που είχαν αποκτήσει πρόσφατα την ανεξαρτησία τους. Ευχαριστημένοι που είχαν αποκτήσει τον δικό τους χώρο, οι Τσέχοι ξέχασαν να εγγυηθούν στη γερμανική και σλοβακική μειονότητα να δικαιώματα που απολάμβαναν οι ίδιοι. Ο Μάζαρικ εξευτέλισε έτσι και προσέβαλε δύο ισχυρές μειονότητες.

Οι συνέπειες δεν άργησαν να φανούν. Μετά την κρίση του 1929, η ισχυρή γερμανική μειονότητα των Σουδητών άρχισε να προσεγγίζει τη Γερμανία, που είχε μόλις ψηφίσει τον Χίτλερ, αναζητώντας έναν σύμμαχο που να τη μεταχειρίζεται καλύτερα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε έναν αντιγερμανικό παροξυσμό, η Τσεχοσλοβακία τιμώρησε τους σουδητικούς πληθυσμούς εκτοπίζοντάς τους στο γερμανικό έδαφος, παρόλο που ζούσαν για αιώνες στην Τσεχία.

Κατά τον ίδιο τρόπο, και η Σλοβακία απομακρύνθηκε το 1938-1939 από τους Τσέχους και προσέγγισε τον Χίτλερ, αφού εκείνος της υποσχέθηκε ένα ανεξάρτητο κράτος με αντάλλαγμα την πλήρη νομιμοφροσύνη της. Μετά την πτώση του Χίτλερ, η ενοποιημένη Τσεχοσλοβακία αποτέλεσε μέρος της ζώνης επιρροής της Σοβιετικής Ενωσης. Σαράντα χρόνια αργότερα όμως, μετά την πτώση του κομμουνισμού και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η Σλοβακία απέκτησε οριστικά την ανεξαρτησία της.

Η ηγεμονία του τσεχικού έθνους έτσι, που διακηρύχθηκε στο πρώτο Σύνταγμα της Τσεχοσλοβακίας μετά τον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν έδωσε καλά αποτελέσματα. Ο τσεχικός λαός, όπως και άλλα έθνη της κεντρικής Ευρώπης, είχε συνηθίσει να μοιράζεται το έδαφός του με ξένες επιρροές και να ζει σε ένα αμάλγαμα πολιτισμών, θρησκειών, γλωσσών και εθνών. Σήμερα, τα κράτη αυτά εξακολουθούν να γλείφουν τις πληγές του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού που έλαβε τέλος πριν από τρεις δεκαετίες και προσπαθούν να προστατευθούν από τον παλιό τους κοσμοπολιτισμό. Μέλη της ΕΕ αλλά όχι και της ευρωζώνης, η Τσεχία και η Ουγγαρία έχουν στραφεί εναντίον των Βρυξελλών μαζί με άλλα πρώην μέλη της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας.

Φαντάζομαι τη γιαγιά μου που καταγόταν από εκείνη την κοσμοπολίτικη Πράγα. Είμαι σίγουρη ότι σήμερα δεν θα ήταν ευχαριστημένη που δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και δεν θα μπορούσε να φιλοξενήσει πρόσφυγες στη χώρα της.

Για να καταλάβουμε αυτές τις χώρες, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι από τους τελευταίους εκείνους μήνες του 1918 μέχρι σήμερα, μόνο για σύντομες περιόδους μπόρεσαν να οικοδομήσουν ανεξάρτητα κράτη σαν κι αυτά που ονειρεύονταν στο τέλος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Πρώτα ο ναζισμός, στη συνέχεια ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ύστερα ο σοβιετικός ιμπεριαλισμός ματαίωσαν τα όνειρά τους για εθνική ανεξαρτησία. Σήμερα, οι αντιδραστικοί ηγέτες τους ισχυρίζονται ότι ο κίνδυνος προέρχεται από τις Βρυξέλλες. Η ιστορία εξακολουθεί να γράφει διαφορές ανάμεσα στις δύο Ευρώπες. Πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον καλύτερα.

* Η Μόνικα Ζγκούστοβα είναι τσέχα συγγραφέας και μεταφράστρια

Πηγή: El Pais