Λένε πολλοί, που κάτι περισσότερο ξέρουν, πως είναι θαύμα το ότι σε αυτόν τον τόπο μιλάμε, μετά πολλαπλές φυλετικές προσμίξεις και τόσες υποδουλώσεις, ελληνικά – πώς τα μιλάμε είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Και δεν είναι θαύμα που μετά τόσους αιώνες είμαστε ακόμη χριστιανοί;
Αυτό νομίζω ότι είναι το θαύμα, πώς μία πίστη, ένα δόγμα επικυριαρχεί παρ’ όλη την ανάπτυξη του λόγου και της επιστήμης [και της τέχνης]. Δυσφόρησαν μερικοί για τους απαξιωτικούς υπαινιγμούς περί την αμφίεση των λαϊκών κληρικών. Ποιος διαφωνεί ότι τα ράσα κάνουν τον παπά, τον δείχνουν εάν δεν τον κάνουν; Κάτω από τα ράσα κυκλοφορεί ένας παπάς, πώς να το κάνουμε;
Στο Περί Οργανώσεως πόνημά του ο συγγραφέας Γιώργος Μανιάτης, τα βιβλία του οποίου επανεκδίδονται εσχάτως από τις εκδόσεις Στιγμή, μεταφέρει δυο λόγια από άρθρο (Νοέμβριος του ’79) της Ελένης Βλάχου. «Οι Τούρκοι επέβαλαν το ράσο στους Ελληνες. Υπό μορφήν τιμωρίας… Είναι μια αραβοπερσική στολή. Δεν συνδέεται με την ιστορία μας (…). Ενα σουλτανικό φιρμάνι, το 1669, επέβαλε σε όλους τους Ελληνες κληρικούς να φορέσουν τους μαύρους χιτώνες από τρίχινο ευτελές ύφασμα, που είχε το λατινικό όνομα “ράσουμ”».
Με την ευκαιρία και λόγω της χθεσινής χριστιανικής εορτής των προστατών της ελληνικής αεροπορίας (!) διαβάζω και λίγες δικές του λέξεις: «Είναι λέει των ταξιάρχων, που αναφέρονται και ως αρχιστράτηγοι, Μιχαήλ και Γαβριήλ. Και ποιοι είναι αυτοί παρακαλώ; Συμπολέμησαν κάπου μαζί μας; Επεσαν μήπως μαχόμενοι για την Ελλάδα; Καταλαβαίνει κανείς γιατί το Byron έγινε για πάντα Βύρων. Το Μιχαήλ, το Γαβριήλ, το Ιάκωβος, γιατί; Κρίμα».
Δεν είναι το θέμα τα ράσα αλλά όσοι τα φορούν και ειδικά τα πολύχρωμα και πολυτελή, μεταξένια και εν γένει ταωικά [εκ του ταώς-παγόνι]. Υπάρχουν πολλοί που δυσφορούν στη θέα των ρασοφόρων [δεν ανήκω σε αυτούς] και άλλοι που τα υπερασπίζονται με πάθος [ούτε σ’ αυτούς ανήκω], π.χ., ο Φώτης Κόντογλου. Σημειώνει στο Ασάλευτο Θεμέλιο, εκδόσεις Ακρίτας, 1996: «Πώς αλλοίμονο αν παρουσιασθή ο παπάς στο χωριό με παντελόνια και με γραβάτα, και το καλοκαίρι με κοντά μανίκια! Ω, τι δυστυχία!
Ω, διάλυση των πάντων! Τι Ελλάδα μπορεί να σταθεί πια; Ο παπάς στο χωριό είναι σύμβολο. Σύμβολο θρησκευτικό και εθνικό, ας είναι αγράμματος, ο πιο απελέκητος. Το ράσο θυμίζει στον λαό την ιστορία του, τις θυσίες του, τους πόνους του […]. Αυτοί που θέλουν να καταργήσουν το ράσο, συλλογίστηκαν καλά τι ζητάνε;».
Δεν συμμερίζομαι τη φρίκη που θα ένιωθε ο Κόντογλου εάν αντίκριζε ξυρισμένους και χωρίς ράσα παπάδες μήτε τις μεγαληγορίες του για τον παπά ως εθνικό σύμβολο. Τα εξωτερικά σύμβολα μπορεί να μεταρσιώνουν κάποτε, και όχι όλους, μπορούν όμως και να αποπροσανατολίζουν και να χειραγωγούν. Το παράδοξο είναι ότι μερικοί θεωρούν τα ράσα σαν κάποια αντιστασιακή μορφή εναντίον της δικτατορίας της ομοιομορφίας. Για να φανταστεί κανείς λοιπόν, πόσες ερμηνείες μπορούν να δοθούν και στα πιο χθαμαλά.
Τα απλά ράσα δεν ενοχλούν τόσο· ενοχλούν επικινδύνως τα πλουμιστά του ιερατείου και τι αυτά κρύβουν από κάτω. Ερεθίζουν ακόμη από τη συμφωνία οι υπερεξουσίες που δίνονται στους μητροπολίτες· αυτό να μην ξεχαστεί από όσους ενδιαφέρονται. Αρκετά με τα εκκλησιαστικά.