Κυριακή πρωί με καφέ και εφημερίδα. Συνήθεια τόσο παλιά, τόσο αγαπημένη –κι ας χτυπάει δίπλα το τηλέφωνο και θυμίζει ότι υπάρχουν και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για να απαντηθούν– και το ραδιόφωνο παίζει μουσική, ελληνική.
Γιατί ελληνική; Ισως γιατί ταιριάζει με την ώρα και τη μέρα. Σαν τα κυριακάτικα πρωινά που το μόνο που ακουγόταν στο σπίτι ήταν το Δεύτερο Πρόγραμμα κι εσύ έπαιζες με τα παιχνίδια σου και τίποτα δεν καταλάβαινες από όσα έλεγαν. Μόνο τη χαρούμενη μουσική ξεχώριζες, ίσως και κάποιες φωνές που ακόμα σε ακολουθούν –και ακολουθείς– στις ενήλικες ώρες και αναζητήσεις.
Αλλά τώρα καταλαβαίνεις… Λόγια παραπονεμένα, λέξεις λυπημένες, στίχοι που σε χτυπάνε εκεί ακριβώς που πρέπει: στην απώλεια, την όποια απώλεια, ή τον φόβο αυτής. Ψάχνεις να βρεις πόσα πραγματικά χαρούμενα τραγούδια ξέρεις. Μετράς, μετράς, ξαναμετράς και πάλι λίγα βγαίνουν. Συντριπτικά υπερισχύουν εκείνα τα άλλα: της απώλειας (και με την έννοια της αμαρτίας, του λάθους, της υποχώρησης των ηθών, βρε αδερφέ, για χάρη ενός έρωτα φέρ’ ειπείν). Δεν μπορεί, λες, κάποιο θα ξέχασα, τόσες χαρούμενες μελωδίες ξέρω, τις σιγομουρμουρίζω διαρκώς, στον δρόμο, στο σπίτι, παντού.
Τίποτα. Το αποτέλεσμα είναι προδικασμένο. Για κάθε χαρούμενο τραγούδι που ξέρεις, έξι –τουλάχιστον– με λυπημένους στίχους ξεπηδούν από της μνήμης τα κατάστιχα και –τι παράξενο;– σου αρέσουν περισσότερο. Είναι αυτά που γνωρίζεις καλά, σαν να τα κουβαλάς μέσα σου από έμβρυο των ελάχιστων κυττάρων, και δεν μπερδεύεις ποτέ τα λόγια τους, δεν σου ξεφεύγει ούτε κόμμα.
Κι ύστερα θυμάσαι ποια ήταν εκείνα τα τραγούδια που χορεύουν οι άνθρωποι στις γιορτές, στα γλέντια τους – αυτά που πια λιγόστεψαν. Κάτι η κρίση, κάτι οι έγνοιες, κάτι που όλοι είναι διαρκώς κουρασμένοι. Ο πατέρας σου, που σπάνια χορεύει, σηκώνεται πάντα στις «Βεργούλες»*, η μάνα σου, παρά τη σχολή καλογραιών και την αστική ανατροφή, τραγούδαγε και χόρευε «Το βουνό»** και άλλα τέτοια βαριά ζεϊμπέκικα. Την ανακαλείς συχνά, εκεί στο εξοχικό, να σιγοτραγουδάει «Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό, ν’ ακούγεται στην ερημιά, ο πόνος μου με την πενιά».
Οσο για τους θείους σου, ακόμα πιο βαριά ρεμπέτικα και λαϊκά. Κάτι η καταγωγή και οι μνήμες στις προσφυγικές γειτονιές, κάτι η δύσκολη ζωή στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 όπου μεγάλωσαν. Αλλά έτσι δεν είναι και τα παραδοσιακά τραγούδια της Ηπείρου, της Ρούμελης, της Κρήτης; Και στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, πλειοδοτούν τα πονεμένα.
Τον κανόνα ακολούθησαν –δεν διδάσκεται αυτό, είναι εγγενές– και οι άλλοι καλλιτέχνες, οι πιο σύγχρονοι, οι πιο έντεχνοι – πόσο λάθος ακούγεται αυτό το έντεχνος…
Αλλά έτσι είναι παντού τελικά: δεν ξέρεις τάνγκο με λόγια της χαράς, ούτε φλαμένκο με στίχους αλέγρους. Γιατί; Η χαρά συνήθως είναι πιο εύκολη. Μπορείς να τη φωνάξεις και να μη σε νοιάζει. Ενώ ό,τι κάνει την καρδιά να σφίγγεται πρέπει να βρίσκει άλλη διέξοδο.
Ευτυχώς υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν οι ευλογημένοι άνθρωποι που δίνουν λόγια και ρυθμό σε όσους δεν τα έχουν εύκολα για να ξαλαφρώνουν. Καμιά φορά αφήνοντας κι ένα δάκρυ – ή περισσότερα. Υπάρχει μια δύναμη πίσω από τη λαϊκή παράδοση, που πέρασε και στην ποίηση και στο αστικό τραγούδι. Είναι αυτό το δίπολο χαρά – λύπη, ευτυχία – δυστυχία, που κάνει τον κόσμο να κινείται, τον μουσικό και τον ποιητή να εμπνέονται.
Προσωπικά, αγαπώ τα λυπημένα τραγούδια – γενετικός προγραμματισμός ή ανατροφή, δεν ξέρω. Ξέρω πολλά, αλλά υπάρχει ένα που ξεχώρισα με τα χρόνια, γιατί συμπεριλαμβάνει αυτή τη μάχη χαράς και λύπης: «Ασπρο πουκάμισο θα βάλω απόψε πάλι/ να πέσει απάνω του σαν ταύρος ο καιρός/ δώσε μου μάνα την ευχή να βγω γερός/ πόλεμος είναι και χορός και παραζάλη»***.
Αλλιώς, ένα παραμύθι με λυπημένο τέλος.
*«Τα δυο σου χέρια πήρανε», Μάρκος Βαμβακάρης.