Ηταν περαστικός. Το πλοίο αγκυροβόλησε για δυο μέρες στον Πειραιά. Θα έφευγε πάλι για κάποιες πολύπλοκες θαλάσσιες διαδρομές του εμπορίου που δεν πολυκατάλαβα πού τελείωναν και πού άρχιζαν. Σημασία είχε ότι ήταν εδώ, ότι τον ξανάβλεπα έπειτα από χρόνια αφού δεν ερχόταν πια τα καλοκαίρια στο νησί.
Σαν να μην ήθελε να με ρωτήσει για γνωστούς, σαν να φοβόταν μην του πω «έφυγε» και «πάει δεν θα τον ξαναδείς». Και φυσικά δεν είχε καμία όρεξη σ’ αυτή τη σύντομη συνάντηση να ξεφυλλίσουμε ένα φανταστικό οικογενειακό άλμπουμ. Περιόρισε τη συζήτησή μας στο σήμερα. Τι κάνω, τι κάνει. Ούτε ένας αναστεναγμός νοσταλγίας δεν ξεπήδησε από το στήθος του. Μονοπώλησε την κουβέντα το τι κάνει. Ηθελα να μάθω με μια ακατανίκητη, ίσως και κάπως αδιάκριτη, περιέργεια για το πώς είναι να έχει κάποιος σήμερα σπίτι του ένα πλοίο και γη του μια θάλασσα.
«Ζω με μια ησυχία», μου λέει, «καμιά φορά νομίζω ότι επέζησα μέσα στις θάλασσες επειδή πάσχω από ανίατη απάθεια. Ναι, μη με κοιτάς έτσι. Δες λίγο τον εαυτό σου και όσους γνωρίζεις. Εχετε πόθους, επιθυμίες, φιλοδοξίες που έχουν στραφεί εναντίον σας και σας κομματιάζουν καθημερινά. Ετσι είναι άμα πατάς στη στεριά. Θες έδαφος να επιβιώσεις. Στη θάλασσα όλα κυλούν».
Τον κοιτώ προσεκτικά. Μου μοιάζει. Εμφανισιακά εννοώ. Το ίδιο ψηλός και στα ίδια χρώματα. Είναι ό,τι μου απόμεινε από συγγενή. Εκείνος πήρε τις θάλασσες, εγώ τον δρόμο για την Αθήνα. Βλέποντάς τον τώρα δεν ξέρω αν βλέπω τον αδελφό μου ή το άλλο μου μισό, που ξεπήδησε ξαφνικά από το πουθενά. Ο,τι λέει σε ένα βαθμό συγκλίνει με αυτά που σκέφτομαι χρόνια και χρόνια, καθώς εγώ παίρνω τον ηλεκτρικό από την Καλλιθέα για να βγω στην Ομόνοια και εκείνος διασχίζει θάλασσες δίχως πόλεις.
Τον συνόδεψα ώς το λιμάνι. Με τον ηλεκτρικό. Γκρίζα μαλλιά και οι δυο, βαθιές οι ρυτίδες του από τον ήλιο, μεγάλοι οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου από τις αϋπνίες. Η ζωή σου με έναν τρόπο σε σημαδεύει. Ποιος είναι πιο γενναίος; Πάντα η ίδια ερώτηση ανάμεσα μας. Από τότε που παίζαμε στην αυλή και η μάνα μάς κατσάδιαζε για τις αταξίες και τους δύο, γιατί θεωρούσε πως αδελφός σημαίνει συνένοχος αυτόματα.
«Ποιος είναι πιο γενναίος;» τον ρωτώ. Σκάει στραβό χαμόγελο και με κοιτά στα μάτια. «Δεν ξέρω», λέει. Εγώ ξέρω αλλά δεν λέω. Ποτέ δεν είπα. Ούτε και τότε που για χάρη μου μπήκε μπροστά από εκείνο τον μαύρο σκύλο που μας πήρε στο κατόπι έναν χειμώνα στο νησί μας. «Ηρεμες θάλασσες», λέω μόνο. «Ηρεμοι δρόμοι», λέει.