Ενα, δύο… έξι… οχτώ… Δεν άντεξε περισσότερο. Στο βάθος της αυλής, στο κεντρικό κτίριο, είχε στηθεί πρόχειρο ιατρείο· πρώτες βοήθειες. Ακούγονταν πυροβολισμοί. Βουβές οι πολυκατοικίες ολόγυρα, αμπαρωμένες στο σκοτάδι. Οι βαριά τραυματισμένοι έπρεπε να πάνε σε νοσοκομεία. Το πρόχειρο ιατρείο δεν άντεχε βάρος θανάτου. Τους περνούσαν από μπροστά του βιαστικά, σε κουβέρτες:… έξι… οχτώ… Μια-δυο κουβέρτες έσταζαν.
Δεν άντεξε περισσότερο. Κάθισε παράμερα και παρατηρούσε πρόσωπα, στις συσπάσεις τους και σώματα, στις εντάσεις τους. «Κάπως έτσι θα παρατηρούν και μένα οι άλλοι…» σκέφτηκε. Αγωνία. Διαδόσεις. Διαπραγματεύσεις. Μια μάζα που αποτραβιέται σε θέση –νομίζει– ασφαλέστερη.
Ενας ίλαρχος διαβεβαιώνει: «Βγείτε ήσυχα και δεν θα σας πειράξει κανείς». Ενα άρμα οπισθοχωρεί, για να πάρει θέση μάχης με αναμμένους προβολείς· μοναδικά φώτα αναμμένα σε όλη τη χώρα εκείνη τη στιγμή. Μια σημαία ανεμίζει στο αέτωμα της Ιστορίας. Φουλ οι μηχανές και εφόρμηση. Η βαριά πόρτα πέφτει στα πόδια της Πέπης.
Δυο χέρια: το δεξί της Μαρίας στο αριστερό του, το αριστερό της Κικής στο δεξί του. Ο υποκόπανος, του φαντάρου με τον γαλάζιο (ή έτσι του φάνηκε) μπερέ. Τον χτύπησε. Οχι για να τον ξεκάνει. Τον απώθησε. Τρεις καρδιές στριμωγμένες στο υπόγειο γιαπί αντικρινής (μελλοντικής) πολυκατοικίας. Καταστολή.
Στο ισόγειο φαντάροι κατουράνε. Στο υπόγειο τρεις καρδιές πάνε να σπάσουν. «Ρε σεις, λέτε να ’ναι κανένας κυνηγημένος στο υπόγειο;». «Δεν κατεβαίνεις να δεις, αν είσαι μάγκας;». Δυο παγωμένα χέρια σφίγγουν τα δικά του. «Μη φοβάστε…» λέει ψιθυριστά χεσμένος από φόβο.
Ξημερώνει. Στην Αλεξάνδρας καμένα και πατημένα από ερπύστριες αμάξια. Αποκαΐδια και τρόμος. Κάποια κίνηση. Δυο αυτοκίνητα. Πέντε διαβάτες. Κοιτούν ανήσυχα, ρωτούν να μάθουν. Ανηφόριζε την Αλεξάνδρας. Προχθές. Σουρούπωνε. «Σαράντα πέντε χρόνια! Πέρασαν σαράντα πέντε χρόνια!», απόρησε.