Επειτα από τριάμισι χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και οχτώ μνημονιακών δεσμεύσεων είναι η πρώτη φορά που μια κυβέρνηση φέρνει στη Βουλή έναν προϋπολογισμό που δεν θα χαρακτηρίζεται από περικοπές. Αντιθέτως, είναι η πρώτη φορά που ο προϋπολογισμός θα περιλαμβάνει σειρά φοροελαφρύνσεων και παροχών για τους πολίτες.
Το πιο σημαντικό είναι ότι η κυβέρνηση εμφανίζεται να κέρδισε τη μάχη των συντάξεων και στον προϋπολογισμό δεν θα υπάρχει το μέτρο της περικοπής τους από 1ης Ιανουαρίου. Σε αυτή την κατεύθυνση φαίνεται πως έχουν καταλήξει και οι δανειστές και το μόνο που απομένει είναι μια τυπική διαδικασία που ουσιαστικά θα ανακοινώνει την ακύρωση και όχι την αναστολή του μέτρου.
Είναι προφανές πως αυτή η εξέλιξη, για την οποία δόθηκε μεγάλη μάχη, εξυπηρετεί περίπου ένα εκατομμύριο συνταξιούχους οι οποίοι δεν θα δουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται ακόμα πιο πολύ. Σε συνδυασμό με τα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη, τα οποία ήδη νομοθετούνται, προκύπτει μια πολιτική αριστερής κατεύθυνσης, της οποίας το κύριο μέλημα είναι η ανακούφιση μιας σκληρά δοκιμαζόμενης κοινωνίας.
Σε αυτή τη συγκυρία θα περίμενε κανείς από την αξιωματική αντιπολίτευση μια περισσότερο υπεύθυνη στάση. Η αντίδρασή της χθες στα όσα είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν ήταν τίποτε άλλο από τη συνηθισμένη κριτική που γίνεται μόνο και μόνο για να υπάρξει κριτική, επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα να ειπωθεί κάτι διαφορετικό.
Μπορεί επίσημα η Ν.Δ. να υποστηρίζει πως εξαρχής ήταν υπέρ της κατάργησης του μέτρου της περικοπής των συντάξεων, ωστόσο αρκετά ήταν τα πρωτοκλασάτα στελέχη της που κατά καιρούς και μέσω της πλαγίας οδού ζητούσαν να εφαρμοστεί, λέγοντας πως οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Ακόμα και οι πιο σκληροί εκπρόσωποι των δανειστών έκαναν πίσω σ’ αυτήν την απαίτηση. Η Ν.Δ. όμως;
Ο κόσμος περιμένει ακόμη περισσότερα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Και δικαίως τα περιμένει. Κάθε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τα ματωμένα πλεονάσματα που είναι υποχρεωμένη να επιτυγχάνει η κυβέρνηση, πρέπει να κατευθύνεται στην ανακούφιση της κοινωνίας. Γιατί, μπορεί να βγήκαμε τυπικά από τα μνημόνια, η κοινωνία όμως αιμορραγεί ακόμη.