Επειδή «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος», κατά την απάντηση που έδωσε ο Ιησούς στον διάβολο, ίσως εκτός από το μισθολογικό των ιερέων θα έπρεπε να μας απασχολήσουν και ζητήματα πνευματικότερα για τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας.
Χωρισμός τους δεν προβλέπεται ούτε στο τωρινό εγχείρημα αναθεώρησης του Συντάγματος, ορισμένα αρχαϊκά στοιχεία του καταστατικού χάρτη όμως είναι και αναθεωρητέα και αναθεωρήσιμα. Τουλάχιστον στο μυαλό όσων δεν πιστεύουν ότι ο χωρισμός Εκκλησίας και κράτους θα μεταφραστεί αυτόματα και σε διά νόμων και ποινών χωρισμό Εκκλησίας και κοινωνίας. Κάτι τέτοια σοφά διαδίδουν από του άμβωνος οι φανατικότεροι κήρυκες του εθνικόφρονος ελληνοχριστιανισμού. Παραπλανώντας.
Περί μεταφράσεως λοιπόν ο λόγος. Δηλαδή περί της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του Συντάγματος: «Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη».
Η πρόνοια αυτή μοιάζει πνευματικά αδιάφορη, ουδέτερη, φοβάμαι όμως ότι δεν είναι. Ακόμα κι αν δεν τηρείται, ακόμα κι αν δεν γνωρίζουμε την ύπαρξή της ή τη λησμονήσαμε, εξακολουθεί να υπάρχει. Στο Σύνταγμα. Για να δηλώνει τι, κάτω από τις λέξεις; Οτι η σύγκρουση πίστης και επιστήμης έχει νικητή, συνταγματικώς προβλεπόμενο: την πίστη. Η απαγόρευση μετάφρασης της Αγίας Γραφής «σε άλλο γλωσσικό τύπο» είναι εκεί για να μας λέει ότι ο Αλέξανδρος Πάλλης ηττήθηκε – και στον καιρό του και σε βάθος χρόνου. Το επίθετο «επίσημη», έξυπνα τοποθετημένο, επιχειρεί να σχετικοποιήσει την απαγόρευση, να αμβλύνει τις εντυπώσεις. Ωστε να μην ακουστεί οτιδήποτε περί εμποδίου συνταγματικής περιωπής στη θρησκειολογική έρευνα, τη φιλολογική δοκιμή, τη λογοτεχνική αναζήτηση.
«Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, πλην ανεπίσημα». Αυτό σημαίνει ότι η ανεπίσημη μετάφραση είναι εκ προοιμίου μειωμένου κύρους και αμφισβητούμενης επάρκειας. Διότι οι θεματοφύλακες της πίστης, η ελλαδική Εκκλησία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι αυτονοήτως και θεματοφύλακες της μεταφραστικής πιστότητας. Η δική τους δουλειά δεν γίνεται με λεξικά και γραμματικές αλλά δι’ επιφοιτήσεως, όπως αφήνεται να εννοηθεί.
Το φαντάζεστε; Να πρέπει να ζητήσει ο Σεφέρης σφραγίδα επισημότητας από τον άγιο Καλαβρύτων, για τη μετάφραση του «Ασματος ασμάτων», ο δε Ελύτης από τον άγιο Πειραιώς για την «Αποκάλυψή» του;