Η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «άλλα έλεγε ως αντιπολίτευση και άλλα έκανε ως κυβέρνηση». Δεν έχει άδικο. Η παρατήρηση είναι σωστή.
Το βασικό, όμως, κριτήριο, για την αξιολόγηση αυτής της «αντίφασης» στο πεδίο της πολιτικής είναι ένα: Αν η αλλαγή αυτή ήταν σωστή ή λάθος για τη χώρα. Φαντάζομαι ότι για τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις η απάντηση είναι πως ήταν σωστή.
Δεν είναι θέμα «προσωπικής ηθικής» η αλλαγή πολιτικής από ένα συλλογικό υποκείμενο εάν αυτή εξυπηρετεί τις ανάγκες της χώρας. Αντίθετα, ηθικό είναι να παραμεριστούν χωρίς επιφυλάξεις οι εσφαλμένες εκτιμήσεις.
Βέβαια, και η συμπεριφορά αυτή συνεκτιμάται και «κοστολογείται» πολιτικά, αφού τίποτα δεν είναι «τζάμπα», στο πλαίσιο όμως μιας τελικά σωστής επιλογής.
Δυστυχώς, η ευρωπαϊκή αντιπολίτευση έχει εκτραπεί σε έναν τυφλό και άγονο «αντιπολιτευτισμό», χωρίς διακρίσεις, με συνεχώς διαψευδόμενη οικονομική καταστροφολογία, αιτήματα πρόωρων εκλογών ανά δίμηνο, καταγγελίες για καθεστώς Μαδούρο ή Ορμπαν κατά περίπτωση κ.ο.κ.
Πράγματα ακατανόητα για τους εταίρους-δανειστές μας που βαθμολογούν θετικά τις προσπάθειες της κυβέρνησης για την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Κάτι που τελικά επετεύχθη, χωρίς κανένας εταίρος να το αμφισβητεί. Αν και μερικοί δημοσιολογούντες καταφεύγουν στις γνωστές θεωρίες «περί κουτόφραγκων» κτλ.
Το παράδοξο είναι ότι η μεν κυβέρνηση ασκεί μια αποδεκτή ευρωπαϊκή πολιτική, προφανώς και με λάθη ή παραλείψεις που δημιουργούν έδαφος για μια σοβαρή αντιπολίτευση, που όμως δεν γίνεται.
Τα δε ευρωπαϊκά κόμματα της αντιπολίτευσης, που έχουν ευθύνες για τη χρεοκοπία της χώρας και γνωρίζουν τι εστί διαχείριση εξουσίας σε συνθήκες εποπτείας, κόντρα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στην πραγματικότητα, αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως αντι-συστημικο-λαϊκίστικο κόμμα!
Ποια είναι λοιπόν η αφετηρία αυτής της «πόλωσης», που φέρνει στοιχεία ενός νέου διχασμού; Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι το τι έλεγε και τι έκανε ο ένας ή ο άλλος στο παρελθόν ή η κατανομή των πολιτικών ευθυνών. Αυτό έγινε με τις εκλογές. Ούτε η δικαστική διερεύνηση των σκανδάλων διαφθοράς όπου αναμειγνύονται πολιτικά πρόσωπα.
Αυτή είναι επιβεβλημένη. Εστω κι αν σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει κακή διαχείριση καθώς το πολιτικό σύστημα είναι αυτοπαγιδευμένο στον κάκιστο νόμο περί ευθύνης υπουργών. Με μια παρατήρηση: Από την εμπειρία μας πρέπει να αποτραπεί η συλλήβδην ενοχοποίηση πολιτικών κομμάτων. Και να μην αναμιγνύονται τα «χλωρά με τα ξερά», εμπλέκοντας πρόσωπα αδιαμφισβήτητης εντιμότητας και ακεραιότητας ανεξαρτήτως πιθανών πολιτικών ευθυνών τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αντιπολίτευση αρνείται επίμονα να αντιμετωπίσει με σοβαρό και υπεύθυνο αντιπολιτευτικό λόγο τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην ουσία έχουμε μια άρνηση της πραγματικότητας για να διευκολυνθεί η προσπάθεια αποκλεισμού και απομόνωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Το αντιμετωπίζουν ως κόμμα «εκτός των τειχών».
Γι’ αυτό «δεν ψηφίζουν» ακόμα και αν στην ουσία συμφωνούν. Είναι χαρακτηριστικό του αντιπολιτευτικού τραγέλαφου ότι καταγγέλλουν τα μέτρα ανακούφισης των πολιτών ως «φθηνή παροχολογία», ενώ ταυτόχρονα μικροπολιτικά τα ψηφίζουν! Το βασικό όμως «μότο» εξακολουθεί να είναι «να ηττηθεί στρατηγικά πρώτα ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή να μην έχει καμία επιρροή στις εξελίξεις, και μετά θα τα κάνουμε όλα εμείς»! Το «τι θα κάνουν» και με «ποιους» θεωρείται προφανώς λεπτομέρεια άνευ σημασίας…
Δυστυχώς, κάτω από την ασφυκτική πίεση οικονομικών και μιντιακών συμφερόντων, αλλά και κορυφαίων στελεχών που συμμετείχαν στην κυβέρνηση Σαμαρά και διακατέχονται από ρεβανσιστική διάθεση δικαίωσης, εξωθήθηκαν σε αυτού του τύπου την αντιπολίτευση.
Οδηγούνται σε αντιφατικές και αλληλοαναιρούμενες εκτιμήσεις. Από τη μια εμφανίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερό κόμμα που δεν μπορεί να εφαρμόσει ευρωπαϊκές πολιτικές γιατί δεν τις πιστεύει. Ενώ από την άλλη, δεν είναι αριστερό κόμμα γιατί εφαρμόζει φιλελεύθερες πολιτικές. Το ακόμα πιο παράδοξο είναι ότι πολλές φορές υποστηρίζονται και τα δύο μαζί και… εξ αδιαιρέτου!
Η αντιμετώπιση της οιονεί χρεοκοπίας της χώρας με το αμφιλεγόμενο «κλειδί» μιας υπερβολικής ύφεσης, με τεράστια εσωτερική υποτίμηση, δημιούργησε, όπως ήταν φυσικό, ένα «πολύχρωμο» αντι-συστημικό ρεύμα αμφισβήτησης. Από το «βαθύ κόκκινο μέχρι το βαθύ μαύρο».
Οι αγανακτισμένοι δεν ήταν βέβαια όλοι ίδιοι. Και δεν ήταν μόνο η «πλατεία Συντάγματος». Και βέβαια ορισμένες ακρότητες έγιναν, όπως επίσης και η μη αποδεκτή ακτιβιστική βία. Δεν ήταν, όμως, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ρεύματος.
Η αμφισβήτηση αυτή, μέσω των αλλεπάλληλων εκλογών, τροποποίησε σημαντικά τους συσχετισμούς του παλαιού πολιτικού συστήματος. Δεν το ανέτρεψε.
Αυτό το ρεύμα αξιοποίησε αλλά και ενσωμάτωσε πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ του 4% και έγινε κόμμα κυβερνητικής εξουσίας. Αναπόφευκτο ήταν να υπάρξει και ένας αμφίδρομος επηρεασμός.
Εκ του αποτελέσματος, απέτρεψε μια μεγαλύτερη ακροδεξιά στροφή «αγανακτισμένων». Ενώ η πολιτική «συνάντηση» με την κεντροαριστερή βάση του ΠΑΣΟΚ σε συνδυασμό με την ευθύνη διακυβέρνησης δημιούργησε τις συνθήκες για μια σταδιακή μετεξέλιξή του, που συνεχίζεται στο πλαίσιο της ανάγκης για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατική Αριστερά.
Η «μπίλια» από αλλού ξεκίνησε και αλλού πήγε. Φαινόμενο καθόλου σπάνιο στην πολιτική.