02.12.2018, 11:20 | εφσυν
Το γράφω από τώρα. Πρωτομηνιά. Μη φτάσει 25 του Δεκέμβρη και μου πεις δεν σ᾽το ᾽πα ή «τώρα μου το λες; Τελευταία στιγμή;». Σούξου μούξου δε θέλω. Καθαρές κουβέντες, άνευ παρεξηγήσεως (που δεν πειράζει κιόλας -ελέω προσωπικότητας) και μετά συγχωρήσεως (που επιβάλλεται κιόλας -ελέω ανωτερότητας).
Τα δύο αυτά «κοριτσάκια», η προσωπικότητα και η ανωτερότητα, μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Μια ζωή προσπαθούμε ν’ αποδείξουμε ότι διαθέτουμε το πρώτο, για να μη φανεί πως δεν διαθέτουμε το δεύτερο. Υπήρξε ωστόσο Μία που έκανε τον Εναν, η οποία διέθετε και τα δύο και μάλιστα εις ποσότητας. Πριν χρόνια πολλά γεννήθηκε, και πάλι καλά να λέμε, καθώς και να γεννηθεί δύσκολο ήταν.
Οι γονείς της γέροι ήταν, μα από καλή γενιά: και οι δύο κατάγονταν από το γένος του Δαβίδ. Σαν να λέμε, Μητσοτακαίοι ή Κεφαλογιάννηδες. Ισχυρή φαμίλια τού τότε οι Δαβιδαίοι, είχαν τον τρόπο τους να τα λένε με τον Αποπάνω. Παρακάλεσαν το λοιπόν οι γονιοί να γίνουμε γονιοί και ας είχε περάσει ο καιρός τους. Συνηθισμένος στα ρουσφέτια ο Αποπάνω, τους το ᾽κανε το χατίρι. Τώρα, τι και πώς, μην τα ρωτάς. Πίστευε και μη ερεύνα.
Το κοριτσάκι που ᾽καναν σαν πολύ φασαριόζικο τους βγήκε. Ενεκα όμως που η αλλαγή γραφειοκρατία πολλή ήθελε, το κράτησαν. Ολο κάτι περίεργα έλεγε από μικρό: κάτι για κοινωνική δικαιοσύνη και φυλετική ισότητα, κάτι για δικαιώματα του προλεταριάτου και για αγώνες του λαού κι άλλα αλλοπρόσαλλα.
Δεν καταλάβαινε η μάνα της (καλή γυναίκα η σιόρα Αννα, θεός σχωρέσ’ την), αλλά μάνα ήταν, μία την είχε, τι να κάνει. «Τι ‘ναι αυτά που λες Μαρία μου;» της έλεγε. «Δεν με λεν Μαρία -Ρόζα να με λέτε!» τσίριζε η μικρή. «Βρε τι θα πω στον πατέρα σου, που έχει γίνει έξαλλος με τα καμώματά σου;». «Να του πεις να μου φέρει βιβλία να διαβάσω» απαντούσε τ’ άτιμο το θηλυκό.
Είδαν και απόειδαν οι έρμοι οι γονείς, το πήραν απόφαση. «Στον ναό θα το πάμε το παιδί» λέει ο Ιωακείμ. «Εσωτερική θα τη βάλουμε, μπας και πήξει το μυαλό της. Να γίνει πιστή, νοικοκυρά, να συνέλθει, μετά θα της βρούμε κι ένα καλό παιδί, να χαρούμε και μεις εγγόνια». Ο ιερέας του ναού γνωστός τους ήταν, ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Ιωάννη του Προδρόμου. Δέχτηκε να πάρει το κοριτσάκι απ᾽ τα μικράτα του. Δώδεκα χρόνια το κράτησε. Και προσπάθησε· να πεις πως δεν προσπάθησε;
Η Μαρία, όμως, όσο μεγάλωνε τόσο πιο «Ρόζα» γινόταν. Και το ᾽βαλε πείσμα. «Θέλετε να παντρευτώ; Θα παντρευτώ. Μα το παιδί μου, μόνη μου θα το κάνω, δίχως άντρα, και θα το μεγαλώσω να γίνει ηγέτης τρανός της επανάστασης!». Ακουγε ο Ζαχαρίας το γλωσσάδικο κι έφριττε. Μα τι να πει. Μήπως τα ίδια δεν πέρασε κι ο ίδιος με τον δικό του γιο; «Οι κακές παρέες» έλεγε και ξανάλεγε μπαϊλντισμένος.
Τα λοιπά τα ξέρουμε. Τον έκανε τον γιο η Μαρία, μόνη της, σε μια γωνιά, με δυο μουλάρια και τρεις κότες. «Βρε κορίτσι μου, τόσες άκρες έχουμε, να γεννήσεις σαν άνθρωπος, δικό σου δωμάτιο θα έχεις» να λεν τα προγονικά της, κουβέντα δεν σήκωνε. «Οπως όλα τα ζωντανά, έτσι κι εγώ. Στο άχυρο». «Βρε τσιμπάει, γδέρνει!». Τίποτα αυτή -ηπειρώτικο κεφάλι!
Ο Υιός έμαθε από νωρίς πως σκέψη κι ελευθερία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ακριβώς γιατί ένα ον μπορεί να σκέφτεται και να προβαίνει σε λογική ανάλυση μόνο αν διαθέτει βούληση κι ελευθερία.
Αλλα περίεργα «κοριτσάκια» κι ετούτα: βούληση και ελευθερία. Αν δεν τα μάθεις απ’ τον γονιό σου, αν δεν σε υποψιάσει ο δάσκαλος, πώς θα τα μάθεις; Θ᾽ ανοίξεις από μόνος σου να διαβάσεις Χέγκελ, Ενγκελς και Καντ;
«Χτυπάνε αναρχικοί τα παιδιά!» έσκουζε ο «μακεδονομάχος» στην κάμερα έξω από μια εθνικιστική μαθητική κατάληψη. «Δικοί μας είναι ρε, τι λες;» του είπε η διπλανή του. «Ξέρω ρε, ξέρω» της απαντάει χαμογελώντας. «Μα, έτσι παίζεται ο πόλεμος…»