«Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις», ήταν ο τίτλος του διάσημου βιβλίου στο οποίο ο φιλόσοφος Τζον Λ. Οστιν εξηγούσε ότι ο λόγος δεν περιγράφει μόνο, δεν διαπιστώνει απλώς, αλλά επίσης παράγει πολύ συγκεκριμένα και απτά αποτελέσματα. Αν αυτό ισχύει για τον λόγο γενικώς, ισχύει πολύ περισσότερο για τον πολιτικό λόγο. Ο λόγος της πολιτικής, και των πολιτικών, είναι κατεξοχήν λόγος που ενεργοποιεί, κινητοποιεί, διαμορφώνει συνειδήσεις και παρακινεί σε πράξη.
Είναι λόγος παρεμβατικός. Οπως έλεγε ο Αντόνιο Γκράμσι, στη γλώσσα της πολιτικής θεωρίας αυτός, τα πολιτικά κόμματα δεν εκφράζουν παθητικά τις κοινωνικές τάσεις αλλά επιδρούν ενεργητικά πάνω σε αυτές για να εντάξουν τις διάσπαρτες τρέχουσες ιδέες σε μια συνεκτική κοσμοαντίληψη, σε ένα ιδεολογικό σχήμα και ένα πολιτικό πρόγραμμα (Α. Γκράμσι, «Παρελθόν και παρόν» και «Οι διανοούμενοι», εκδόσεις Στοχαστής). Υπ’ αυτή την έννοια, τα κόμματα έχουν ρόλο καθοδηγητικό, οργανωτικό· εν τέλει παιδαγωγικό.
Αν θέλει κανείς να δει στην πράξη ένα γλαφυρό παράδειγμα για το τι σημαίνουν όλα αυτά, αρκεί να παρατηρήσει το κύμα της ακραία εθνικιστικής αντίδρασης που έχει ενσκήψει στη χώρα μας με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών. Κύμα που ξεκίνησε με τα συλλαλητήρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και έφτασε αυτές τις μέρες σε μια σειρά καταλήψεις σχολείων ανά την επικράτεια.
Οι παραστρατιωτικές και παραεκκλησιαστικές οργανώσεις που βγήκαν στην επιφάνεια με τα συλλαλητήρια και η Χρυσή Αυγή που στηρίζει ανοιχτά τις καταλήψεις είναι μόνο μία συνιστώσα των κινητοποιήσεων, αν και η πιο απεχθής, που χάρη στην ανακίνηση του «Μακεδονικού» απέκτησε πολιτική ορατότητα. Κινητοποιήσεις σαν αυτές, όμως, δεν θα ήταν εφικτές αν δεν υπήρχε ένας όχι περιθωριακός αλλά mainstream πολιτικός λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η συμφωνία εκχωρεί «τη μακεδονική γλώσσα και τη μακεδονική ταυτότητα» αμαχητί στους γείτονες – όπερ σημαίνει: παραδίδει τη Μακεδονία (μας).
Μεθοδολογικά, δεν έχει καμία σημασία εάν ο φιλελεύθερος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά βάθος δεν πιστεύει σε μια τέτοια ρητορική και απλώς επιχειρεί να διασφαλίσει την ενότητα του κόμματός του ή εάν η αρχηγός της Κεντροαριστεράς στην πραγματικότητα επιδιώκει τον επαναπατρισμό του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ» ή ακόμη εάν οι συγκυβερνώντες ΑΝ.ΕΛΛ. επιχειρούν να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους επιστρέφοντας στην «κανονική» τους ακραία δεξιά ταυτότητα τώρα που εξαντλήθηκε η αντιμνημονιακή δυναμική.
Οι μύχιες προθέσεις δεν έχουν σημασία εφόσον ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται «κάνει πράγματα», δηλαδή νομιμοποιεί τις ποικίλες εκδηλώσεις του εθνικιστικού κύματος. Οπως μικρή σημασία έχει εν προκειμένω το ορθό κατά τα άλλα αντεπιχείρημα, ότι και η σημερινή κυβερνώσα Αριστερά, στη φάση της πύρινης αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης, «έκανε πράγματα» με τον εθνοκεντρικό λόγο που εκτόξευε εγκαλώντας τις τότε κυβερνήσεις ως περίπου αργυρώνητες στους δανειστές, ενώ και σήμερα καλλιεργεί το χωράφι της σκανδαλολογίας τροφοδοτώντας τυφλές αντι-πολιτικές τάσεις.
Οι εθνικοί μας μύθοι ποτέ δεν πεθαίνουν, και μετά από χρόνια οικονομικής κρίσης μια καθημαγμένη κοινωνία εύκολα θα αναζητήσει τη χαμένη αξιοπρέπειά της στην «εθνική μας τύφλωση». Εδώ όμως έγκειται ο παιδαγωγικός ρόλος της πολιτικής: να μην επιτρέψει σε αυτές τις τάσεις να κυριαρχήσουν, πολύ περισσότερο να μην τις πυροδοτήσει – ιδίως εάν πρόκειται όχι για ενήλικους αλλά για γυμνασιόπαιδα και λυκειόπαιδα.
Στο σημείο αυτό είναι εμφανής η αμηχανία και της κυβερνητικής πλευράς, που διστάζει να καυτηριάσει μια κινητοποίηση που στρέφεται ευθέως εναντίον της, πλην όμως αξιοποιώντας ρεπερτόρια δράσης που είναι οικεία στο αριστερό φαντασιακό: την κατάληψη. Και πώς να το κάνει, αφού επί χρόνια η Αριστερά αποδέχθηκε τον εκφυλισμό των σχολικών καταλήψεων, εν ονόματι της πολιτικοποίησης των νέων «από τα αριστερά». Ακόμη κι έτσι, πάντως, επ’ ουδενί δεν μπορεί να εξισώνεται ο έστω μαθητικός χαβαλές με μαθητές που φωνάζουν τα ανατριχιαστικά αντιδημοκρατικά συνθήματα «Ελλάς ή τέφρα» ή «Η δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία».
Το κυριότερο: το σχολείο, όσο και αν αναπόφευκτα διαπερνάται από τους ανέμους της πολιτικής και της κοινωνίας, πρέπει να τηρεί μια σχετική έστω αυτονομία από αυτά. Επί ποινή αυτοκατάργησής του, οφείλει να είναι «ο κλειστός χώρος όπου δεν φτάνει ο θόρυβος του εφήμερου», εκεί όπου ο δάσκαλος και ο μαθητής παίρνουν απόσταση από το υπάρχον ακριβώς για να μπορούν να το κρίνουν και να το αλλάζουν (Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Για το σχολείο», Πόλις, 2017).
Αν λοιπόν η δημοκρατική παιδαγωγική λειτουργία των κομμάτων επιβάλλει να μην εργαλειοποιούν τους ανηλίκους με εθνικιστικά στερεότυπα ή αγωνιστικές φαντασιώσεις των ενηλίκων, η ευθύνη αυτή βαραίνει εξίσου, αν όχι περισσότερο, τους δασκάλους. Οπως λέει πάλι ο Στ. Ζουμπουλάκης, ο δάσκαλος δεν είναι ο όμοιος και αδελφός των παιδιών, αλλά κάποιος «που θα τα διδάξει με γνώση και κύρος, ένας άνθρωπος με υπόσταση, κάποιος δηλαδή με τον οποίο αξίζει να συγκρουστούν». Τι είναι αλήθεια πιο πολιτικό από αυτό;
* πολιτικός επιστήμονας