09.12.2018, 13:00 | εφσυν
Τι κι αν εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον πλανήτη, από την Αργεντινή ώς την Τουρκία και από την Ισπανία ώς την Ινδία, φωνάζουν πλέον δυνατά «ούτε μία λιγότερη» σε μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στις γυναικοκτονίες.
Για τα ελληνικά ΜΜΕ εξακολουθούν να είναι «εγκλήματα πάθους», «οικογενειακές τραγωδίες», «κακές στιγμές», περιπτώσεις που «η ζήλια όπλισε το χέρι του δράστη» ή «το ερωτικό αμόκ τού θόλωσε το μυαλό».
«Καλό πουτανάκι είμαι κι εγώ, σαν τη Μικαέλα που ήταν 12 ετών. Ενας τύπος που ήταν 26 τη σκότωσε επειδή δεν ήθελε να κάνει σεξ μαζί του. Αλλά, εντάξει, είχε ανεβάσει αρκετές προκλητικές φωτογραφίες στο Facebook, τι περίμενε; […]
Σαν τη Μελίνα. Αυτή κι αν ήταν τρελή! Το φταίξιμο για τον βιασμό και τον θάνατο της δεν το είχαν οι τέσσερις βιαστές και δολοφόνοι, αλλά η ίδια, επειδή της άρεσαν τα μπαρ και όχι το διάβασμα.
Ή την Νταϊάνα, που πήγε σε συνέντευξη για δουλειά νύχτα και ντυμένη με ένα σορτσάκι, που κάποιος θα σκεφτόταν πως θύμιζε πουτάνα.
Ο φίλος της Σερένα τη μαχαίρωσε 49 φορές επειδή τον παράτησε, αλλά κι αυτή ήταν πουτάνα […]
Αύριο μπορεί να είμαι εγώ η νεκρή/βιασμένη/ χτυπημένη πουτάνα.
Αλλά, εντάξει, όλα αυτά είναι μαλακίες που απασχολούν μονάχα τις Feminazis που είναι μονίμως υστερικές. Και μερικές πουτάνες. Πάντα πουτάνες».
Κείμενο που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο από την Julieta TB
τον Οκτώβριο του 2016 και έγινε viral
Οι δύο θάνατοι της Ελένης Τοπαλούδη
Δεν ήταν μόνο το στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας της Ρόδου που περιύβρισε τη νεκρή κοπέλα, με χυδαίους, ρατσιστικούς και σεξιστικούς χαρακτηρισμούς, σε μια προσπάθεια να σχετικοποιήσει το ειδεχθές έγκλημα και να δικαιολογήσει εμμέσως τους δράστες – ή έστω τον έναν, γόνο πλούσιας οικογένειας της Ρόδου.
Η υπόρρητη ενοχοποίηση του θύματος ξεκίνησε από τις στήλες του έγκριτου τοπικού Τύπου, με μικρές φρασούλες που όμως διαμόρφωναν το κατάλληλο κλίμα, δίνοντας την πάσα στα μισογύνικα τρολ.
(άγνωστο παραμένει αν αρχικά είχε δεχθεί): Αυτή η μικρή φράση και μέσα σε παρένθεση έρχεται από την είδηση όπως την κατέγραψε τοπική εφημερίδα:
«Ενας 19χρονος Αλβανός και ένας 21χρονος ημεδαπός φαίνεται να είναι οι δράστες του στυγερού εγκλήματος της 21χρονης φοιτήτριας. Από τις καταθέσεις τους φέρεται να προκύπτει ότι οι δύο άνδρες πρότειναν στη φοιτήτρια να συνευρεθούν ερωτικά στο σπίτι του ενός, ωστόσο φαίνεται ότι η 21χρονη δεν συμφώνησε (άγνωστο παραμένει αν αρχικά είχε δεχθεί) και ξέσπασε καβγάς…»
Η τοπική εφημερίδα χώρεσε σε μια παρένθεση κοινωνικές προκαταλήψεις και έμφυλα στερεότυπα αιώνων, που θέλουν μια γυναίκα «να εννοεί ναι, ακόμα και όταν λέει όχι» και να μην έχει δικαίωμα να αρνηθεί το σεξ, εφόσον «αυτή πρώτα φταίει που τους άναψε».
Ο σεξισμός πάει χεράκι χεράκι με τον ρατσισμό και σε αυτή την περίπτωση, καθώς πολλά ΜΜΕ επιφύλαξαν δύο μέτρα και δύο σταθμά για τους δύο δράστες.
Ο «ημεδαπός» παρουσιάστηκε αρχικά ως αυτός που «παρασύρθηκε», ενώ ο δεύτερος ήταν εμφατικά «ο Αλβανός» – μέχρι να αποκαλυφθεί ότι είναι Βορειοηπειρώτης, κάτι που δεν βόλευε τα ΜΜΕ που μέχρι πριν από λίγες μέρες θρηνούσαν ως εθνικό ήρωα τον ομογενή πιστολέρο Κ. Κατσίφα.
«Προϊόν της κοινής γνώμης, ο ελεύθερος Τύπος παράγει ο ίδιος την κοινή γνώμη», έγραφε ήδη το 1843 ο δημοσιογράφος Καρλ Μαρξ στην «Εφημερίδα του Ρήνου».
Τα ΜΜΕ δεν αντανακλούν απλώς, αλλά συμμετέχουν στην κατασκευή και στον ορισμό της πραγματικότητας, επιλέγοντας, παρουσιάζοντας και δομώντας «πραγματικότητες». Αν αυτό ίσχυε την εποχή του νεαρού Μαρξ, φαντάζεστε πόσο πιο έντονο είναι το φαινόμενο τώρα, σε κοινωνίες όπου το μιντιακό θέαμα έχει κυρίαρχη θέση.
Και τα αγαπημένα μας ΜΜΕ, που παίζουν ως χαριτωμένες δηλώσεις σαν κι αυτήν της σταρ Ελλάς, που μας είπε ότι «κάθε γυναίκα έχει φάει το χαστούκι της», που μας έδειχναν ως πολύ άντρα τον Ηλία Κασιδιάρη, που μηρυκάζουν την αντρίλα κι αναμασούν την εικόνα της γκόμενας, έχουν παίξει τον δικό τους ρόλο όχι μόνο στη δολοφονία της Ελένης, αλλά στις δεκάδες δολοφονίες για τις οποίες άνοιξαν τον δρόμο σπέρνοντας στερεότυπα.
Αυθαίρετος όρος
Ετσι, σπανίως –και καθόλου τυχαία– θα συναντήσετε στα Μέσα τον όρο «γυναικοκτονία». Ο ΟΗΕ την ορίζει ως «τη δολοφονία των γυναικών επειδή ακριβώς είναι γυναίκες, είτε αυτή διαπράττεται εντός της οικογένειας, ή της οικιακής σχέσης, ή οποιασδήποτε άλλης διαπροσωπικής σχέσης, ή από οποιονδήποτε στην κοινωνία, είτε διαπράττεται ή γίνεται ανεκτή από το κράτος ή τους αντιπροσώπους του».
Σε μία από τις πρώτες σχετικές μελέτες, ο όρος περιγράφεται ως εξής: «οι δολοφονίες γυναικών από άντρες, με κίνητρο το μίσος, την περιφρόνηση ή την άντληση ευχαρίστησης ή την αίσθηση ιδιοκτησίας πάνω στις γυναίκες, που έχει τις ρίζες της στις ιστορικές σχέσεις ανισότητας μεταξύ αντρών και γυναικών» («Femicide: the politics of woman killing – 1992).
Είχε προηγηθεί το πρωτοποριακό έργο της Μεξικανής ανθρωπολόγου Μαρσέλα Λαγκάρντε, η οποία πρώτη περιέγραψε τις κοινωνικές-πολιτισμικές προϋποθέσεις αυτής της εγκληματικής συμπεριφοράς. Η γυναικοκτονία περιγράφει τη δολοφονία κάθε γυναίκας για την οποία ο θύτης θεωρεί ότι «αθέτησε» τον γυναικείο ρόλο της.
Εξευτελισμός των νεκρών
Η φριχτή δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη ήταν η τελευταία σε μια σειρά άγριων ανθρωποκτονιών των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα με θύματα γυναίκες. Εγκλήματα που ενώ έχουν όλες τις προϋποθέσεις να χαρακτηριστούν γυναικοκτονίες, η συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ τις μεταχειρίστηκε απλώς ως άλλη μια ευκαιρία για πιπεράτα αφηγήματα, ακολουθώντας την ίδια συνταγή που συνήθως ακολουθείται και για περιπτώσεις βιασμών, όπου η ζωή και η σεξουαλική συμπεριφορά του θύματος, το τι φόραγε, πού κυκλοφορούσε ή τι εθνικότητας ήταν αποτελεί εν δυνάμει ενοχοποιητικό στοιχείο.
Αν η νεκρή είναι νέα, όμορφη, Ελληνίδα και φωτογενής, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει ο θάνατός της να απασχολήσει τη δημοσιότητα – με κίτρινα ή μη δημοσιεύματα.
Αν οι νεκρές είναι προσφυγοπούλες «αγνώστων λοιπών στοιχείων», όπως τα θύματα της τριπλής γυναικοκτονίας στον Εβρο τον Οκτώβριο, των οποίων τα πτώματα εντοπίστηκαν φριχτά κατακρεουργημένα στις όχθες του ποταμού, η υπόθεση θα ξεχαστεί σύντομα.
Αν πάλι είναι Ρομά, όπως το 13άχρονο κοριτσάκι που σκότωσε ο ευυπόληπτος πολίτης της Αμφισσας το καλοκαίρι, το πιθανότερο είναι να μη μάθουμε καν το όνομά τους.
«Γιαννούλα» λέγανε τη μικρή που δολοφόνησε ο «35άχρονος επαγγελματίας», όπως παρουσίασαν τα ΜΜΕ τον ανθρωποκτόνο, που αρχικά κρύφτηκε, έχοντας την ανοχή της τοπικής κοινωνίας. Πολίτες της Αμφισσας χειροκρότησαν τον δολοφόνο όταν αυτός αφέθηκε ελεύθερος μετά την απολογία του.
«Ιδιαίτερα εμφανίσιμη»
«Η παθολογική ζήλια του 52χρονου συζύγου της φέρεται να όπλισε το χέρι του και τον οδήγησε να της επιτεθεί με ιδιαίτερη μανία, κατακρεουργώντας την με 60 μαχαιριές». Ετσι περιγράφηκε στα περισσότερα ΜΜΕ η δολοφονία της μητέρας τριών παιδιών στα Τρίκαλα τον περασμένο Μάιο, από τον άντρα της.
Το γεγονός ότι ο άντρας την κακοποιούσε κατ’ εξακολούθηση και σε γνώση όλων και ότι, μολονότι η ίδια η γυναίκα τον είχε καταγγείλει και είχε κάνει ασφαλιστικά μέτρα επί ματαίω, δεν φάνηκε να απασχολεί ιδιαίτερα τα ΜΜΕ.
Δύο μήνες νωρίτερα, στην Κέρκυρα, πρώην αστυνομικός σκοτώνει εν ψυχρώ με κυνηγετική καραμπίνα τη γυναίκα του.
Ομως μεγάλη κυριακάτικη εφημερίδα… διαγιγνώσκει πως έφταιγε το «σαράκι της ζήλιας που φαίνεται να είχε τρυπώσει “βαθιά” στην καρδιά του».
Ως πιθανά ελαφρυντικά στοιχεία για τον δράστη προστίθενται μαρτυρίες ότι η νεκρή ήταν «ιδιαίτερα εμφανίσιμη, γινόταν αποδέκτης κομπλιμέντων» και αυτό έκανε «τους καβγάδες του ζευγαριού να είναι συχνοί και έντονοι», μέχρι που μια μέρα «η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο».
Με στοιχεία ροζ σίριαλ παρουσιάστηκε στα ΜΜΕ και η δολοφονία της Ειρήνης Λαγούδη τον Ιανουάριο, που εξιχνιάστηκε σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, με την προσωπική και ερωτική ζωή του θύματος να μπαίνει στο μικροσκόπιο, πάντα στο όνομα της ενημέρωσης.
Ο θιγμένος αντρισμός και τα μαχαίρια της ζήλιας
Τα ΜΜΕ όχι απλώς ορίζουν τι συνιστά «ζήλια» ή ποια είναι η «καλή γυναίκα», αλλά κατασκευάζουν μια ολόκληρη αφήγηση για την πραγματικότητα, ερμηνεύοντας, διαστρέφοντας, παρασιωπώντας ή αποσιωπώντας πλευρές των γεγονότων
Επιλέγοντας ορισμένες πλευρές μιας ιστορίας και αναδεικνύοντάς τες σε προεξάρχουσες (το αν τα ήθελε, αν ήταν εύκολη, αν περπατούσε μόνη νύχτα), τα Μέσα προσφέρουν αιτιακές ερμηνείες και ηθικές αξιολογήσεις για μια δολοφονία ή έναν βιασμό.
Τα ΜΜΕ, όχι απλώς ορίζουν τι συνιστά «ζήλια» ή ποια είναι η «καλή γυναίκα», αλλά κατασκευάζουν μια ολόκληρη αφήγηση για την πραγματικότητα, ερμηνεύοντας, διαστρέφοντας, παρασιωπώντας ή αποσιωπώντας πλευρές των γεγονότων.
Δεν του «έκατσε», του είπε να χωρίσουν, τη «ζήλευε παθολογικά» ή «έθιξε τον ανδρισμό του», όπως αναφέρεται ξανά και ξανά στα αστυνομικά ρεπορτάζ, που επιμένουν να παρουσιάζουν σαν «εγκλήματα πάθους», «τιμής» ή «οικογενειακές τραγωδίες» χαρακτηριστικές περιπτώσεις γυναικοκτονιών.
Ανατριχιαστικές ομοιότητες
Διατρέχοντας σχετικές έρευνες –και δυστυχώς δεν εντοπίσαμε, εμείς τουλάχιστον, ούτε μία για τα ελληνικά Μέσα, ενώ υπάρχει πληθώρα για τα ξένα– διαπιστώσαμε ότι τα μοτίβα που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι για να περιγράψουν γυναικοκτονίες είναι ανατριχιαστικά ίδια από τις ΗΠΑ μέχρι το Ισραήλ.
«Τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα». Είναι η πιο συνηθισμένη φράση που χρησιμοποιούν οι συζυγοκτόνοι. Και η «απώλεια ελέγχου» για χ, ψ, ζ λόγους από τον δράστη, το μεγαλύτερο κλισέ που επαναλαμβάνουν οι εφημερίδες.
Αυτό αποδεικνύουν με έρευνά τους οι Chiara GIUS και Pina Lalli, που μελέτησαν άρθρα στον ιταλικό Τύπο. Στο Journal for Communication Studies διαβάζουμε ποια είναι τα πλαίσια που επιλέγουν οι δημοσιογράφοι σε δύο δολοφονίες γυναικών στην Αμερική.
Τον Ιούλιο του 2013 η 24χρονη Amy βρίσκεται δολοφονημένη στο Χάιντ Παρκ στη Βοστόνη. Ενας άντρας τής επιτέθηκε για να τη ληστέψει και, παρ’ όλο που εκείνη του έδωσε όλα της τα χρήματα, τη δολοφόνησε αγρίως.
Πολλά άρθρα εστιάζουν στο «γιατί δεν αμύνθηκε περισσότερο, γιατί δεν έτρεξε για να σωθεί» – μοιράζοντας έτσι την ευθύνη ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα.
Πουθενά το έγκλημα δεν περιγράφεται ως βία κατά των γυναικών, παρ’ όλο που αποδείχθηκε ότι ο δράστης είχε επιτεθεί προηγούμενα σε άλλες 30 γυναίκες.
Επιμερισμός ευθυνών
Την ίδια χρόνια, η 24χρονη Colleen δολοφονήθηκε από έναν 14χρονο μαθητή στον οποίο έκανε ιδιαίτερα μαθήματα. Παρότι ο δράστης τη μαχαίρωσε 16 φορές στον λαιμό και άφησε πίσω του ένα σημείωμα που έλεγε «σας μισώ όλες», ούτε και σε αυτήν την περίπτωση τα ΜΜΕ είδαν βία κατά των γυναικών. Φυσικά, κανείς δεν κάνει λόγο για έγκλημα μίσους…
Ακριβώς αυτήν τη σχετικοποίηση του εγκλήματος, με επιμερισμό της ευθύνης και στο θύμα, διαπιστώνει και το Women’s Studies International Forum σε έρευνα του 2015. Τα μίντια περιγράφουν τάχα με τρόπο «αντικειμενικό» τις δολοφονίες γυναικών, αλλά στην πραγματικότητα βαθύτατα συντηρητικό και απλουστευτικό.
Η Sela-Shayovitz μελέτησε το πώς τα μίντια καταγράφουν τις γυναικοκτονίες στο Ισραήλ σε ένα βάθος εννέα χρόνων, από το 2005 έως το 2014.
Η έρευνά της παρουσιάστηκε πριν από λίγο καιρό στο Journal of Comparative Social Work. Η ερευνήτρια εντόπισε ότι, πρώτον η γυναικοκτονία παρουσιάζεται κάθε φορά ως «μεμονωμένο περιστατικό» και περιγράφεται σαν μια «προσωπική ιστορία», παρά ως κοινωνικό ζήτημα. Και, δεύτερον, ότι τα μίντια δείχνουν άρνηση στο να αποδεχτούν την κοινωνική διάσταση του θέματος και να πιέσουν τους φορείς να αναλάβουν ευθύνη.
Καμία ανοχή
Αυτή τη φορά, όμως, τα στερεότυπα των ΜΜΕ και η σεξιστική χολή των κορακιών του διαδικτύου γύρισαν μπούμερανγκ εναντίον τους. «Να μη θρηνήσουμε άλλες Ελένες» και «Οχι άλλες γυναικοκτονίες» είναι η κραυγή χιλιάδων γυναικών και αντρών.
Μια οργισμένη απάντηση, που δεν ποστάρεται απλώς στους τοίχους των λογαριασμών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά έχει γίνει ήδη στένσιλ και σύνθημα στους τοίχους των πόλεων της Ελλάδας, απασχολεί θεματικές συνελεύσεις και φεμινιστικές συλλογικότητες όπως η «Καμία Ανοχή», που αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για δράση.
Δρ Δέσποινα Χρονάκη, επιστημονική συνεργάτις ΕΚΠΑ
Πώς κατασκευάζεται η γυναίκα
Συνήθως η γυναίκα-θύμα σκιαγραφείται ως «αδύναμη», «ήσυχη», «που δεν προκαλούσε» ή είχε ένα κοινωνικό και εκπαιδευτικό status που εντείνει το «αδικαιολόγητο» της επίθεσης
Η αντίληψη που έχουμε στη δυτική κουλτούρα για τις γυναίκες τόσο ως θύματα σεξουαλικής βίας όσο και ως σεξουαλικά όντα εν γένει (και αυτό αναπαρίσταται και στα Μέσα) προκύπτει από βαθιά εδραιωμένες αφηγήσεις που είναι αποτέλεσμα κοινωνικών, πολιτικών και ιστορικών συγκυριών.
Η πολιτισμική κατασκευή της γυναίκας αντλεί ακόμα από εδραιωμένες αφηγήσεις γύρω από το πώς αυτή εντάσσεται μέσα σε ένα κανονικοποιημένο και κοινωνικώς αποδεκτό πλαίσιο.
Από τον 18ο αι. και εξής, η γυναίκα, που βρίσκεται εντός της οικίας, θεωρείται αφιερωμένη στη διατήρηση μιας δεμένης οικογένειας. Είναι η τροφός, άρα πρέπει να είναι υγιής (α-μόλυντη κατά τη θρησκευτική και την ιατρική αφήγηση) για να κυοφορήσει τους μελλοντικούς πολίτες, πιστή και μετρημένη, εφόσον σκοπός της είναι να μεγαλώσει τα παιδιά της σωστά. Εξ ου και ο γυναικείος οργασμός αντιμετωπίζεται ως μια μορφή υστερίας.
Οι αφηγήσεις αυτές αναπαράγονται με ανάλογο τρόπο στα Μέσα, με αποτέλεσμα να βλέπουμε επαναλαμβανόμενες πρακτικές πλαισίωσης των επιθέσεων κατά γυναικών με όρους θυματοποίησης της «αθώας γυναίκας» από το «ά-λογο και σεξουαλικά διψασμένο αρσενικό».
Συνήθως δε, η γυναίκα-θύμα σκιαγραφείται σαν «αδύναμη», «ήσυχη», «που δεν προκαλούσε» ή είχε ένα κοινωνικό και εκπαιδευτικό status που εντείνει το «αδικαιολόγητο» της επίθεσης.
Πολύ πιο σπάνια, η γυναικεία φιγούρα δαιμονοποιείται, σε περίπτωση που το lifestyle της δεν πληρούσε τα κριτήρια του κοινωνικά αποδεκτού (π.χ. πολλοί σεξουαλικοί σύντροφοι, επάγγελμα σχετικό με σεξουαλικότητα ή χαμηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου).
Ειρήνη Αγαθοπούλου, πρόεδρος Δ.Σ. Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας
Ο σεξιστικός λόγος δολοφονεί
Η συμβολή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά και μερίδας του πολιτικού κόσμου που τοποθετείται δημόσια με τέτοιον τρόπο είναι καθοριστική στη δημιουργία και τη διαιώνιση των στερεοτύπων
Η περίοδος που διανύουμε μπορεί να χαρακτηριστεί από μια σταδιακή, αλλά βίαιη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας μας – όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αποτέλεσμα αυτού είναι να κανονικοποιούνται μέρα με τη μέρα ο κοινωνικός ρατσισμός και ο σεξισμός, αφού στερεότυπα και προκαταλήψεις αιώνων τείνουν να γίνουν ταυτοτικά χαρακτηριστικά πληθυσμιακών ομάδων, τα οποία επηρεάζουν τη ζωή μας. Των γυναικών, των μεταναστών κ.ο.κ.
Η συμβολή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά και μερίδας του πολιτικού κόσμου που τοποθετείται δημόσια με τέτοιον τρόπο, είναι καθοριστική στη δημιουργία και τη διαιώνιση των στερεοτύπων αυτών.
Και ενώ υπάρχουν θεσμικές παρεμβάσεις για την εξάλειψη της ρατσιστικής, σεξιστικής και μισαλλόδοξης ρητορικής στον δημόσιο λόγο, όπως είναι η δημιουργία του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας, το σύμφωνο συνεργασίας του ΚΕΘΙ με τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας για την προώθηση της ισότητας των φύλων και την άρση των έμφυλων στερεοτύπων στον δημόσιο λόγο κ.ο.κ., αυτές είναι μεμονωμένες και δεν εμπίπτουν σε κάποιον κεντρικό στρατηγικό σχεδιασμό της Πολιτείας, που θα έπρεπε να έχει βασικό άξονα την εκπαίδευση και επιμόρφωση ενηλίκων και ανηλίκων για τα ζητήματα αυτά.
Ο σεξιστικός λόγος είναι αυτός που εύκολα δικαιολογεί αλλά και οδηγεί πολλές φορές στη βία κατά των γυναικών, τους ξυλοδαρμούς, τις γυναικοκτονίες.
Βαγγέλης Κοσμάτος, ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτής, ειδικός σε θέματα φύλου
Η ένοχη έκπληξη ΜΜΕ και κοινωνίας
Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι επιτακτικά αναγκαίος ο αγώνας ενάντια στην εξουσία και τον έλεγχο της πατριαρχίας, για τη γυναικεία απελευθέρωση
Η έμφυλη βία εμφανίζει ξανά σημάδια κατακόρυφης αύξησης. Πατεράδες, σύζυγοι, γιοι, συγγενείς, διακινητές, ένστολοι και μη, κρυφά και φανερά σκοτώνουν συζύγους, κόρες, πεθερές, συντρόφισσες, φίλες, προσφυγίνες.
Ας θυμηθούμε, όχι πολύ καιρό πριν, την τριπλή γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους από σύζυγο αστυνομικό, με χρήση του υπηρεσιακού του όπλου: τότε μια ολόκληρη κοινωνία –με τα ΜΜΕ προεξάρχοντα– αναρωτιόταν «πώς έγινε το κακό», αν ήταν «έγκλημα πάθους» ή «έγκλημα τιμής»…
Ωραίες φράσεις, που αγαπούν οι διαμορφωτές κοινής γνώμης, για να επιτευχθεί η σχετικοποίηση του εγκλήματος, η διάχυση της ευθύνης και η απενοχοποίηση του δράστη. Ο,τι ζητάει δηλαδή η συλλογική μας ύπνωση: να εκλογικεύσουμε, να κουκουλώσουμε και να μεταθέσουμε την ευθύνη μιας ξεκάθαρα σεξιστικής δολοφονίας. Μιας δολοφονίας η οποία, ακριβώς επειδή έχει έμφυλο πρόσημο και άρα κοινωνικό υπόστρωμα και νομιμοποίηση, μας βαραίνει όλες και όλους. Και αν δεν μας βαραίνει η συμμετοχή στο έγκλημα, μας βαραίνει η ευθύνη τού να γίνουμε μέρος της αντιμετώπισής του.
Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι επιτακτικά αναγκαίος ο αγώνας ενάντια στην εξουσία και στον έλεγχο της πατριαρχίας, για τη γυναικεία απελευθέρωση. Που, όπως αποδεικνύεται, είναι κοινός για όλες και όλους μας…