Η πρώτη χριστουγεννιάτικη βιτρίνα που είδε ήταν στις αρχές Νοεμβρίου: κόκκινες μπάλες, χρυσές κορδέλες, χιονισμένα κλαδιά ελάτου –μάλλον πλαστικού αλλά εξαιρετικά αληθοφανούς- και ένας Αγιο-Βασίλης με κόκκινα μάγουλα, κόκκινα ρούχα, λίγη κοιλίτσα και λευκή γενειάδα. Εξω είχε τόση ζέστη, που θα μπορούσες να σκεφτείς ότι είναι άνοιξη.
Δεν την πείραξε, συνήθισε τόσα χρόνια να βιάζεται ο κόσμος για όλα. Δικαιολογημένα. Αναζητεί τη χαρά –ή την ψευδαίσθησή της-, την επιστροφή στην παιδική ηλικία, την υπόσχεση ότι όλα μπορούν με λίγη χρυσόσκονη να γίνουν πιο όμορφα, πιο ανεκτά.
Κι εκείνη, που πολλά χρόνια στόλιζε το σπίτι για να το κάνει λίγο πιο γιορτινό, πιο υποφερτό, πιο ζεστό, φέτος δεν ήθελε να κάνει τίποτα από όλα αυτά. Ούτε δέντρο, ούτε φωτάκια, ούτε κόκκινα τραπεζομάντιλα, ούτε τραγουδάκια με τάρανδους, φάτνες και χιονισμένα καμπαναριά. Ισως να έφτιαχνε λίγα γλυκά –για το «καλό», για τους φίλους, γιατί είχε μάθει ότι τίποτα δεν είναι σαν το σπιτικό, γιατί της άρεσαν –κυρίως γι’ αυτό.
Τις επόμενες ημέρες οι διακοσμήσεις πολλαπλασιάστηκαν: περισσότερες βιτρίνες, φωτογραφίες από δεντράκια και καραβάκια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σκουφιά κόκκινα με λευκές συνθετικές γούνες κι άλλες μπάλες, ακόμα και σε χρώματα εκκεντρικά, όπως ιριδίζοντα ροζ και νέον κίτρινα. Διαφημίσεις με στόχο το εύκολο συναίσθημα, προτάσεις για δώρα στα περιοδικά και ταξίδια σε άλλες χώρες όπου οι γιορτές έχουν «περισσότερο χρώμα», «πιο ζεστή ατμόσφαιρα», «καλύτερα πάρτι» και ξενύχτια μέχρι το πρωί. Και συνταγές, εκατομμύρια, νέες και παλιές, «πειραγμένες», πρωτοποριακές, ντόπιες και ξένες. Αλήθεια, πόσες από αυτές θα έκαναν κουζίνες να μοσχομυρίσουν και ουρανίσκους να δακρύσουν από ευτυχία;
Εκείνη βάδιζε μέσα στην πόλη παρατηρώντας το περιβάλλον με ευγενική αδιαφορία –ποια ήταν για να κρίνει τους άλλους. Ο καθένας τρέφει τα συναισθήματά του με όποιο τρόπο μπορεί, συνεχίζει να αγωνίζεται με όποιο τρόπο αντέχει. Μερικές φορές τούς ζήλευε λίγο. Δεν ήξερε αν ήθελε να ήταν περισσότερο εξωστρεφής και χαρούμενη, πιο «αθώα», να προσαρμόζεται περισσότερο στο κλίμα των εποχών και των περιστάσεων. Δεν ήξερε καν αν θα της άρεσε κάτι τέτοιο, αλλά μέρες σαν αυτές επιθυμούσε πιο ήσυχες ώρες, με μικρές και καλές παρέες, με χιούμορ και αλκοόλ με δοσομετρητή: τόσο όσο για να ζεσταθούν τα σωθικά, τόσο όσο για να γελάς και να μιλάς όσο αισθάνεσαι. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο.
Δύο εβδομάδες πριν από την επίσημη έναρξη του δωδεκαημέρου, ένα βράδυ, επιστρέφοντας από τη δουλειά, καλυμμένη με χοντρό μαύρο πανωφόρι και σκούφο για το κρύο, είδε ένα κτίριο στο κέντρο της πόλης να αλλάζει χρώματα: πράσινο, κίτρινο, κόκκινο, ροζ και πράσινο. Υστερα έγινε ουράνιο τόξο. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν της άρεσε ή όχι.
Εμεινε στη νησίδα για λίγη ώρα. Παρατηρούσε τους ανθρώπους. Σήκωναν τα μάτια, κοίταζαν τα χρώματα, άλλοι χαμογελούσαν, άλλοι σχολίαζαν –θετικά συνήθως. Κάποιοι λίγοι δεν το είδαν καν. Οι πλάτες τους ήταν φορτωμένες σκέψεις και τα κεφάλια τους σκυφτά, ούτε τους στολισμούς παρατηρούσαν, ούτε μοιράζονταν την αμφιθυμία της για την επικείμενη εορταστική περίοδο. Ενιωσε εγωίστρια και αχάριστη. Είχε την πολυτέλεια να προλάβει να δει, να κρίνει και να επικρίνει. Αποφάσισε να περάσει απέναντι και να συνεχίσει τον δρόμο της έως τον σταθμό. Είχε χάσει μερικά φανάρια, ίσως και μερικούς συρμούς, ήταν κι αργά. Λίγο πριν στρίψει στη γωνία του δρόμου γύρισε το κεφάλι πίσω και κοίταξε ξανά το φωτισμένο κτίριο. Συνέχιζε να αλλάζει χρώματα απτόητο. Οι βιτρίνες παρέμεναν γεμάτες εορταστικές υποσχέσεις στο περιτύλιγμα ενός πλεκτού, ενός παιχνιδιού, ενός ρολογιού, ενός βιβλίου, μιας πορσελάνινης κούπας για δύο.
«Δεν θα στολίσω φέτος» σκέφτηκε. «Αλλά θα προσπαθήσω να χαίρομαι με το καλό –ακόμη κι αν είναι λίγο». Κι έφυγε.
Την επόμενη μέρα έλαβε ένα δώρο. Και δεν είχαν έρθει ακόμα οι γιορτές.