Με την ακόλουθη συνέντευξη, τη γνώρισα καλά, κάτι που επιθυμώ και για εσάς, τους αναγνώστες του koutipandoras.gr. Κάναμε μία μεγάλη κουβέντα, στην οποία έπιασαν χώρο τα παιδικά της χρόνια, η πρώτη περίοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης στη χώρα μας, η σχέση της με τον Χάρη Ρώμα και φυσικά η πολιτική με την έννοια μιας ευρύτερης αριστερής θεώρησης της για τα πάντα. Απολαύστε την!
Θέλω να μου πείτε αν αυτή τη στιγμή που μιλάμε σας απασχολεί περισσότερο η τέχνη και λιγότερο η πολιτική ή το αντίστροφο.
Καταρχάς δεν διαχωρίζω τα πράγματα που μ’ απασχολούν στη ζωή μου και δεν τις θεωρώ έννοιες αντιφατικές, αντίθετα, όπως διάβασα κάπου, ο φασισμός αισθητικοποιεί την πολιτική, ενώ η Αριστερά πολιτικοποιεί την αισθητική. Αυτή τη στιγμή δηλαδή θέτω το επίδικο θέμα που μ’ απασχολεί πολύ, την άνοδο του φασισμού. Επίσης ανήκω σ’ αυτούς που δεν θεωρούν ενασχόληση την πολιτική, αφού ο άνθρωπος εκ φύσεως είναι πολιτικό ον για να ασπαστώ και την άποψη του αρχαίου ημών προγόνου. Προσωπικά είμαι στο χώρο της Αριστεράς από μαθήτρια, από 14 ετών.
Είστε γεννημένη στον Τύρναβο και εντυπωσιάζει η εμπλοκή σας με την Αριστερά από τόσο μικρή ηλικία, μαθήτρια δηλαδή, ούτε καν φοιτήτρια.
Είμαι γεννημένη στον Τύρναβο, αλλά εκεί επέστρεψα στα 12 μου, μετά το δημοτικό. Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη και στην ουσία με θεωρώ Θεσσαλονικιά. Άμα έχεις ζήσει δηλαδή σ’ ένα μέρος από οχτώ μηνών μέχρι την είσοδο στην εφηβεία…Στη Θεσσαλονίκη «αναστήθηκα», εκεί είναι και το πατρικό μου.
Από αριστερή οικογένεια;
Βέβαια, εννοείται!
Γιατί να εννοείται; Θα ήταν πιο ενδιαφέρον μια κόρη δεξιάς οικογένειας να ασχοληθεί με την Αριστερά.
Ναι, αλλά εγώ θυμάμαι τον πατέρα μου το διάστημα τέλη ’70 – αρχές ’80: Το κόμμα είχε αποφασίσει να «κατεβάσει» ένα παιδί 25 – 26 ετών που κανένας δεν το γνώριζε, καλή επιλογή ήταν βέβαια, όμως ο πατέρας μου φώναζε κι έβριζε στο τραπέζι, «που το βρήκαν αυτό το παιδαρέλι» κλπ. Το ίδιο βράδυ το ΚΚΕ Τυρνάβου είχε ετοιμάσει μια εκδήλωση εν όψει των δημοτικών εκλογών. Ο κόσμος ήταν μέχρι έξω στο δρόμο, τέτοιο ρεύμα υπήρχε. Κι εκεί, ενώ φοβόμασταν με τον αδερφό μου μην πάρει το λόγο και κατακεραυνώσει, εκείνος πέταξε την ιστορική ατάκα: «Ένα θα σας πω, και καρέκλα να μου πει το κόμμα να ψηφίσω, θα την ψηφίσω»! Ήταν η γενιά της ΕΠΟΝ και των εξοριών.
Ζουν σήμερα οι γονείς σας;
Όχι, δυστυχώς. Τον πατέρα μου τον έχασα αρχές του ’80 από τροχαίο. Δεν θα πέθαινε αλλιώς, έχοντας επιβιώσει από ξύλο, εξορίες, ξανά εξορίες, φυλακίσεις το ’68. Την ηλικία του τη μάθαμε όταν πέθανε, πριν δεν καταλαβαίναμε, αφού ήταν απ’ αυτούς που έκρυβαν δεκαπέντε χρόνια. Δεν κάπνιζε ποτέ του, αλλά έπινε κρασί. Ζούσε και στον Τύρναβο…
Πόσο σας καθόρισαν οι απώλειες;
Μετράω απώλειες από πολύ νωρίτερα. Η ιστορία μου είναι λίγο μελό: Με είχε υιοθετήσει η αδερφή του πατέρα μου στη Θεσσαλονίκη, η οποία πέθανε όταν ήμουν τεσσάρων ετών. Δεν τη θυμάμαι καν να φανταστείτε, ο θετός μου πατέρας ξαναπαντρεύτηκε, αλλά πέθανε κι αυτός όταν έγινα έντεκα ετών. Έτσι γύρισα στους φυσικούς μου γονείς στον Τύρναβο. Οι απώλειες αυτές με έχουν εξοικειώσει, όσο μπορεί να εξοικειωθεί κανείς, με το θάνατο.
Βλέπετε θάνατο σήμερα γύρω μας;
Πάντα δεν υπάρχει;
Εννοώ πως λόγω κρίσης ο μέσος όρος ζωής των καταπονημένων ανθρώπων έχει μειωθεί.
Δεν τό’χω διαβάσει αυτό, αλλά προφανώς αυτό θα έχει να κάνει με τις συνθήκες περίθαλψης και θέρμανσης. Το πιστεύω κι εγώ λοιπόν, ο θάνατος κυριαρχεί και πάντα θα κυριαρχεί, αλλά αυτό είναι μία μεταφυσική συζήτηση κι εγώ δεν είμαι καθόλου μεταφυσική. Δεν πιστεύω ούτε στον Άγιο Βασίλη, ούτε σε τίποτε (γέλια).
Μιλήστε μου τότε για τα πρώτα σας διαβάσματα. Με μία συγγραφέα συνομιλώ άλλωστε.
Δεν ήμουν και πολύ κανονικό παιδί. Από κανονικά παιδικά, τον Βερν κι αυτά τα βαριόμουν. Αυτό που θυμάμαι στην τρίτη δημοτικού, διότι πιο πίσω είναι πιο θολά τα πράγματα, είναι ότι διάβαζα πολύ την Περλ Μπακ. Στο δημοτικό τη διάβαζα μετά μανίας, όπως και τους κλασικούς, Τολστόι, Ουγκώ κ.α. Το βιβλίο ήταν προφανώς η διαφυγή μου.
Και πότε αρχίσατε να γράφετε τα δικά σας;
Έγραφα ως έφηβη κάτι στιχάκια – βλακείες και ήμουν καλή στις εκθέσεις, αλλά σε μεγάλη ηλικία άρχισα να γράφω.
Δεν το βλέπατε επαγγελματικά εξ αρχής.
Όχι, καμία σχέση. Εγώ από το θέατρο ξεκίνησα.
Τότε που σκηνοθετήσατε Καμπανέλλη, λέτε.
Αυτό ήταν στην ερασιτεχνική σκηνή του Θεσσαλικού Θεάτρου με το έργο του Καμπανέλλη, «Ο μπαμπάς ο πόλεμος». Φέτος είχα πάει στο φεστιβάλ ερασιτεχνικού θεάτρου της Ορεστιάδας και είδα το λατρεμένο αυτό έργο σε ένα ενδιαφέρον ανέβασμα. Το ξαναθυμήθηκα και πραγματικά είναι πάρα πολύ ωραίο έργο! Είναι δύσκολο έργο απ’ την άποψη παραγωγής, γιατί απαιτεί πολύ κόσμο, αλλά και δύσκολο σαν ανάγνωση από τον μέσο θεατή. Θέλει πολλή σκηνοθετική δουλειά για να περάσει αυτό που θέλει να πει ο ποιητής.
Τον είχατε γνωρίσει τον Καμπανέλλη;
Όχι, δεν τον είχα γνωρίσει, παρόλο που είχε δει την παράσταση μας σε κάποιο φεστιβάλ και είχε εισηγηθεί για να πάρουμε βραβείο.
Μήπως ήταν το θεατρικό φεστιβάλ Ιθάκης;
Δεν θυμάμαι αν ήταν της Ιθάκης ή της Κορίνθου. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια. Μάλιστα, το έργο είχε ανέβει μόνο μια φορά πριν στο Τέχνης, σαν να τό’χε αφήσει δηλαδή λίγο πίσω ο δημιουργός του. Την επόμενη χρονιά από μας, ωστόσο, το έργο ξανανέβηκε από το Εθνικό στο πλαίσιο αυτού που λέμε «ξαναθυμάμαι κάτι».
Και η σεναριογραφία πως σας προέκυψε;
Σκηνοθετούσα μια ερασιτεχνική παράσταση στο Αιγάλεω. Επιθεώρηση ήταν. Έγραφαν πολλά παιδιά, κάποια απ’ τα οποία έκαναν καριέρα, αλλά κάποια στιγμή υπήρχε έλλειψη ενός γυναικείου νούμερου. Έτσι πρωτόγραψα κάτι και μετά βρέθηκα σε εκπομπές που έκαναν κάποιοι φίλοι. Την πρώτη δουλειά σεναριακά την έκανα στο MEGA το ’90 – ’91 από σπόντα.
Δηλαδή;
Επρόκειτο για μια εκπομπή που λεγόταν «Το Σατιρικό» με dream team της εποχής: Ο Παύλος Κοντογιαννίδης, ο συχωρεμένος ο Σάκης Μπουλάς, η επίσης συχωρεμένη Τζέση Παπουτσή, ο Μιχάλης Μητρούσης, ο Πάνος Σκουρολιάκος. Από σπόντα μπήκα κατευθείαν στην ιδιωτική τηλεόραση τα πρώτα χρόνια της στην Ελλάδα.
Και πως ήταν για μία αριστερή η ένταξη της σε ένα μέσο που βασιζόταν στην κεφαλαιοκρατία;
Ισχύει 100% αυτό! Μην ξεχνάμε όμως ότι ήταν ένα καινούργιο μέσο που το λέγαμε ελεύθερη τηλεόραση τότε, όπως λέγαμε και ελεύθερη ραδιοφωνία. Η ΕΡΤ θεωρείτο καθεστωτική, παρότι έκανα κι εκεί δουλειά μετά το MEGA. Μάλιστα δεν είχα κανένα θέμα με τη διοίκηση της ΕΡΤ. Δε μπορούσε να γυριστεί τίποτα, ούτε σήριαλ, ούτε τηλεταινία, αφού είχαν δημοσιοϋπαλληλικά ωράρια. Δε γινόταν στη μέση της σκηνής να κάνεις στοπ για ν’ αλλάξουν βάρδια κάποιοι. Σκεφτείτε ότι υπήρχε όρντινο στις 8 το πρωί και οι ηθοποιοί, παρότι το βράδυ είχαν παράσταση, ξύπναγαν στις 5.30 για νά’ναι εκεί νωρίς και να βαφτούν. Έλα όμως που το μακιγιάζ έπιανε δουλειά στις 8!
Άρα τα πράγματα λειτουργούσαν καλύτερα στον ιδιωτικό τομέα.
Μα το θέμα ήταν οικονομικό. Ένα επεισόδιο που θά’βγαινε το πολύ σε ένα τριήμερο, είχε φτάσει να γυρίζεται οχτώ και δέκα μέρες! Δεν ήταν απλά ασύμφορο οικονομικά, κινδύνευε να τιναχτεί στον αέρα ένα ολόκληρο κανάλι. Παρόλα αυτά θέλανε να συνεχίσουν. Είχαμε κάνει 26 επεισόδια και είχε πάει πολύ καλά. Αποφασίσαμε με το σκηνοθέτη να πούμε όχι στη συνέχεια του, βάσει των συνθηκών.
Παρεμβαίνατε στα γυρίσματα;
Ναι.
Λόγω του χαρακτήρα σας ή έτσι έπρεπε να γίνεται;
Το διεκδικούσα, έχοντας την καλλιτεχνική επιμέλεια. Το ίδιο κάναμε κι αργότερα στις δουλειές μας με τον Χάρη Ρώμα. Για να μη φανεί, όμως, ότι υπεκφεύγω σε σχέση με τα ιδιωτικά, κοιτάξτε, είχα την τύχη τόσο μόνη μου, όσο και με τον Χάρη, να κάνουμε επιτυχίες. Όταν κάνεις επιτυχία, συνήθως δεν σου πολυμιλάνε, σ’ αφήνουν να κάνεις ότι θες. Η μοναδική λογοκρισία που υποστήκαμε όλα αυτά τα χρόνια στην ιδιωτική τηλεόραση, ήτανε στο MEGA.
Κανονική λογοκρισία;
Κανονική! Λόγω του ότι ανήκα και στο σκηνοθετικό team με αποτέλεσμα να πηγαίνω σε όλα τα μοντάζ, δεν καθόμουν μετά να δω τα επεισόδια. Γύρω στο 3ο επεισόδιο μού τηλεφώνησε ο μοντέρ: «Άννα, νομίζω ότι κάτι γίνεται. Την πρώτη φορά νόμιζα ότι ήταν κόψιμο σκηνής από break, αλλά δε μπορεί πια να είναι έτσι γιατί γίνεται και σε άσχετο χρόνο». Τηλεφώνησα στον τότε διευθυντή προγράμματος, που δε θέλω να αναφέρω ποιος ήταν, και κατάλαβα ότι κόβανε και ράβανε πάνω στο μονταρισμένο BETA. Κανείς δεν είχε την ευγένεια τουλάχιστον να μας τηλεφωνήσει: «Παιδιά, τό’χετε χοντρύνει»…
Τι τους είχε ενοχλήσει;
Μιλάω για τον «Κακό Βεζίρη» με τον ήρωα να θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη. Χαρακτήρας εμπνευσμένος απ’ τον Ιζνογκούτ, δεν το κρύψαμε ποτέ! Είχε τη λογική του «Φον Δημητράκη»: «Ας γίνω υπουργός κι ας είναι η κόρη μου στο εκτελεστικό απόσπασμα». Στο σπίτι του, λοιπόν, αυτός είχε μια αφίσα διπλής όψης. Απ’ τη μία είχε την αφίσα του κόμματος κι απ’ την άλλη ένα κολάζ φωτογραφιών με τον Ναπολέοντα, τον Πάπα, τον Χίτλερ, τον Λένιν, τον Μητσοτάκη, τον Παπανδρέου. «Τι κοινό έχουν όλοι αυτοί;» τον είχε ρωτήσει ο βοηθός του. «Την ίδια γκόμενα που εσύ δεν θά’χεις ποτέ, την Εξουσία» του απάντησε! Δεν τους είχε ενοχλήσει που ήταν στο ίδιο κάδρο ο Χίτλερ και ο Πάπας, αλλά ο Παπανδρέου με τον Μητσοτάκη! Ότι λοιπόν περνούσε μπροστά απ’ το κάδρο, αυτοί το κόβανε. Εντάξει, μετά προσαρμοστήκαμε κι εμείς…
Δεν το θεωρήσατε και λίγο χαζό όλο αυτό;
Δεν το θεώρησα χαζό, γιατί είχαν γίνει πάρα πολλές παρεμβολές. Ο υπουργός, ας πούμε, που τον υποδυόταν ο Χρήστος Ευθυμίου και που λεγόταν Ευάγγελος Μόσχος, έκανε μερικούς να δουν τον εαυτό τους. Η δική μας στόχευση τότε βέβαια ήταν το ΥΠΕΧΩΔΕ. Θα έπρεπε να ένιωθαν και κολακευμένοι που τους παρουσιάζαμε καλοκάγαθους! Άλλη μία φορά είχε πέσει λογοκρισία στον ΑΝΤ1 σε ένα εορταστικό επεισόδιο του σήριαλ «Οι Μεν & οι Δε», όπου οι ήρωες άλλαζαν εποχές. Είχα επιμεληθεί εγώ ένα γρήγορο μονόλεπτο με επίκαιρα από την κάθε δεκαετία σαν πρόλογο. Σπικάζ έκανε ο συχωρεμένος Χρήστος Σιμαρδάνης. Πολλοί συχωρεμένοι στην κουβέντα μας σήμερα…Κάποιος από το κανάλι είχε ενοχληθεί, παρόλο που μέσα στα σκετς οι ήρωες λέγανε «χειρότερα». Ήταν τελείως κουτό! Την επόμενη μέρα, Πρωτοχρονιά, είχαν κόψει το σπικάζ! Κάναμε μεγάλη φασαρία τότε, μάλιστα είχαμε εκπομπή στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ1 και τους κράξαμε απ’ το ίδιο το μέσο τους! Ε, μετά το παίξανε κανονικά στην επανάληψη στα Θεοφάνια. Αυτές ήταν οι δύο περιπτώσεις λογοκρισίας που υποστήκαμε.
Εγώ παρατηρώ, πάντως, να υπάρχει λογοκρισία σήμερα, μετά από 20 και 25 χρόνια. Οι βωμολοχίες της Ελένης Ράντου, λόγου χάριν, στο «Κωνσταντίνου & Ελένης» καλύπτονται από μπιπ.
Ναι, λόγω του ΕΣΡ…
Μοιάζει σαν να συντηρικοποιείται η κοινωνία. Προς τα πίσω ολοταχώς.
Η κοινωνία προχωρά και εξελίσσεται, κάποια πράγματα μπορεί να μην τα γράφαμε κι εμείς μ’ αυτό τον τρόπο, κάποιες εκφράσεις, κάποιες λέξεις. Οι χαρακτήρες, ωστόσο, πρέπει νά’χουν το δικό τους λεξιλόγιο. Η Ελένη Βλαχάκη ήταν ένας ρόλος και η Ελένη Ράντου ήταν μία περσόνα με εκρηκτικό ταμπεραμέντο. Δε μπορούσες να την έχεις «του σαλονιού».
Ψύχραιμη σας κόβω. Μα να μπαίνει μπιπ στη λέξη «μαλάκας»; Το βρίσκω λίγο τρομακτικό.
Έχετε δίκιο. Γιατί, μόνο αυτό; Το «καλντεριμιτζού»;
Και το «καλντεριμιτζού» το έκοψαν;
Βέβαια. Κάποια στιγμή μου έστειλαν τον κατάλογο με το πρόστιμο που παίρνει κάθε λέξη! Είναι απίστευτο, όντως, τόσα χρόνια μετά να γίνεται αυτό. Εντάξει, είναι και οι εποχές δύσκολες, είναι και το χιούμορ που πρέπει να προσέχεις…Έχουν αλλάξει και τα στερεότυπα μετά από 25 χρόνια. Σε κάποια πράγματα συντηρικοποιούμαστε, σε άλλα όμως είναι πιο μπροστά η κοινωνία. Μπορεί να γίνονται δύο βήματα πίσω και ένα μπροστά, αλλά πάντα έτσι προχωρούν οι κοινωνίες.
Θέλω να μου σχολιάσετε την λεγόμενη πολιτική ορθότητα που επικρατεί. Δεν τολμούν πια οι άνθρωποι να πουν τίποτα με το φόβο να χαρακτηριστούν σεξιστές ή ομοφοβικοί κλπ.
Εντάξει, είναι άλλο το χιούμορ στα social media. Αν είσαι ρόλος, δεν ευθύνεται ούτε ο συγγραφέας σου, ούτε ο σκηνοθέτης σου. Υπήρχαν στερεότυπα πάνω στα οποία πατούσες για να κάνεις πλάκα πριν από 30 χρόνια, σήμερα όμως είναι τραγικό. Είχαμε την περίπτωση του Ζακ! Δεν μπορείς να σατιρίσεις πλέον με τα στερεότυπα του Φίφη του γκέι, ούτε όμως και με τα αμερικανικά τα στερεότυπα, τα οποία στην τελική οδηγούν σε ένα άλλο στερεότυπο. Ας πούμε, ξέρω ότι στο LGBTI κίνημα, κάποιοι είναι υπέρ της διατήρησης μερικών στερεοτύπων. Είναι μια μεγάλη συζήτηση αυτή, επικρατεί μια ισορροπία τρόμου. Οι λέξεις, απ’ την άλλη, με ότι κουβαλάνε και μεταφέρουν, θέλουν μια προσοχή.
Ξενυχτώντας μια απ’ αυτές τις μέρες έβλεπα σε επανάληψη τα «Εγκλήματα». Υποτίθεται ότι η Καβογιάννη την «έπεφτε» ερωτικά στην Υρώ Μανέ. Σκεφτόμουν πως ήταν πολύ προχώ για την εποχή ολόκληρη η συγκεκριμένη σκηνή.
(γέλια) Γιατί δεν θα μπορούσε να γυριζόταν σήμερα;
Δεν ξέρω, βάσει των όσων έχουμε δει με το ΕΣΡ.
Ο κωμωδιογράφος βρίσκεται ανάμεσα σε δύο συμπληγάδες: του συντηρητισμού και του politically correct. Την πρώτη την αγνοώ πλήρως! Τη δεύτερη, δεν είναι να εναρμονιστείς μαζί της, αλλά να κοιτάξεις να μη μπαίνεις κι εσύ ο ίδιος σε στερεότυπα με τα οποία έχεις μεγαλώσει. Αυτό που σήμερα λέμε «κουλτούρα του βιασμού», τότε δεν λεγόταν έτσι. Τα πράγματα αλλάζουν. Μπορεί να έχεις ένα ρόλο που νά’ναι όλα αυτά μαζί, συντηρητικός, σεξιστής, ομοφοβικός, φασίστας. Ας μη συγχέουμε το ρόλο με το δημιουργό κι επίσης καλό είναι να υπάρχει ως αντίλογος κι ένας άλλος ρόλος. Ούτως ή άλλως έτσι λειτουργούσε ανέκαθεν η κωμωδία.
Φαντάζομαι λεφτά θα βγάλατε πολλά, έτσι;
Καλέ, εννοείται. Μετά όμως ήρθε ο έρωτας, η κρίση…Όλοι πήραμε δάνεια χωρίς να μας υποχρεώσει κανείς να τα πάρουμε, εκτός από τις τράπεζες. Θα έλεγα ότι μας υποχρέωσε η ίδια η οικονομική πραγματικότητα. Θυμάμαι ότι είχα βγάλει κάποια χρήματα και ήθελα να πάρω ένα ακίνητο. Δεν θα τό’παιρνες, αν δεν έπαιρνες και κάποιο δάνειο, ούτε τότε! Ένας φαύλος κύκλος ήτανε, αλλά η περίοδος δεν είναι κοινή πια.
Εισπράττετε από τις επαναλήψεις;
Βεβαίως εισπράττουμε! Με καθυστερήσεις, με περικοπές ίσως, αλλά δε μπορώ να πω ότι δεν εισπράττω. Το μόνο κανάλι που επί τρία χρόνια δεν πλήρωνε πνευματικά δικαιώματα ήταν το MEGA.
Και τώρα που έκλεισε;
Αυτά πάνε τώρα…Εγώ μέχρι πρόσφατα ήμουν και στο συμβούλιο του Οργανισμού Πνευματικής Διαχείρισης. Δεν έχουμε και κουλτούρα πνευματικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Είχαμε προβεί σε απαγόρευση έργου απ’ τη στιγμή που δεν μας πλήρωναν. Οι δικαστές δεν το καταλάβαιναν και δεν το πέρασαν. Νομίζουν οι πάντες στην Ελλάδα πως ζούμε στο ανώτατο στάδιο του κομμουνισμού, όπου ο καλλιτέχνης πληρώνεται με το έργο του για να προσφέρει στην κοινότητα. Θεωρούν στην ουσία ότι οι καλλιτέχνες είναι χομπίστες ή ζουν από κάτι άλλο. Να τα προσφέρουν όλα τζάμπα, λοιπόν, χωρίς να τους νοιάζει πως οι άνθρωποι αυτοί θα πληρώνουν το νοίκι τους ή το δάνειο.
Από το ’83 ο Μάνος Χατζιδάκις έγραφε πως η Ελλάδα στα πνευματικά δικαιώματα συναγωνίζεται την Τουρκία του Εβρέν.
Ναι, δεν την έχουμε αυτή την κουλτούρα. Υπ’ όψιν, τα πνευματικά δικαιώματα είναι σε κάποιο σχετικό ύψος, τα συγγενικά είναι πολύ πεσμένα. Οι ηθοποιοί, ας πούμε, παίρνουν ελάχιστα…
Θα λέγατε ότι ο Χάρης Ρώμας είναι το έτερον καλλιτεχνικό σας ήμισυ;
Στα σενάρια, ναι. Γνωριστήκαμε καθαρά επαγγελματικά. Είχαμε κάποιους κοινούς φίλους από τα φοιτητικά χρόνια, αλλά όχι κοινές καταβολές και βιώματα. Εκείνος είχε μπει λίγο πιο πριν στη δουλειά. Σε μία επιθεώρηση μας φώναξε ο Τάγαρης να γράψουμε μαζί, άσχετο, δεν ξέρω πώς. Θυμάμαι πως μόλις είχα έρθει από το Θεσσαλικό, μπορεί να μην είχα κάνει καν τηλεόραση. Μιλάω για τα τέλη του ’80 που θεωρούμουν ανερχόμενο ταλέντο (γέλια). Θα μπορούσαμε να γράφουμε ξεχωριστά ο καθένας, αλλά βρεθήκαμε να γράφουμε μαζί έναρξη και φινάλε. Κολλήσαμε, πολλές φορές σκεφτόμασταν την ίδια ατάκα, προλάβαινε ο ένας τον άλλο. Έχουμε χημεία στο χιούμορ, που μπορεί να ήταν διαφορετικό αν γράφαμε μόνοι μας. Παράγουμε ένα διαφορετικό και κοινό αποτέλεσμα που είναι αρκετά εκρηκτικό.
Στο «Κωνσταντίνου & Ελένης» ο Ρώμας δούλευε περισσότερο το δικό του ρόλο κι εσείς αυτόν της Ελένης;
Γράφαμε μαζί συγχρόνως. Τα πάντα όλα σε ένα τραπέζι. Συνέχεια μαζί ήμασταν κι αυτό φυσικά είχε και την τριβή του. Ομηρικοί καυγάδες γιατί ο καθένας είχε και τη δική του άποψη ως προς τα που θα πήγαινε η πλοκή. Ειδικά στην αρχή που ήμασταν νεοφώτιστοι, ο καθένας νόμιζε πώς παράγεται ένα σενάριο. Ένα τηλεφώνημα του Μιχάλη Ρέππα ήταν καθοριστικό για να καταλάβουμε πόσο μεγάλη πλάνη ήταν όλο αυτό: Νομίζω τότε γράφανε μαζί με τον Θανάση το «Δις εξαμαρτείν». Ζήτησε τη γνώμη μου κάποια στιγμή ως συνάδελφος. «Κοίταξε, είναι αυτή η πλοκή, εγώ λέω ότι μετά πρέπει να γίνει αυτό». Του απάντησα: «Ναι, δίκιο έχεις». Συνέχισε: «Μα ο Θανάσης λέει να γίνει εκείνο». «Κι αυτός δίκιο έχει» του ξανάπα, αφού όντως η πλοκή μπορούσε να πάει με τον έναν και με τον άλλο τρόπο. Για ένα αντίστοιχο θέμα μπορούσα να τσακώνομαι κι εγώ με τον Χάρη.
Πολιτικά πως τα βρίσκατε;
Ποτέ δεν ήμασταν της ίδιας πολιτικής τοποθέτησης. Ενήλικοι άνθρωποι είμαστε. Μπορεί να βριζόμασταν και να τσακωνόμασταν εκτός δουλειάς, αλλά αυτό βοηθούσε στο να κρατηθούν κάποιες ισορροπίες. Όχι με την έννοια να μη θίξεις ορισμένους, απλά αν ανήκεις κάπου μπορεί να φοράς παρωπίδες. Το αντίθετο που θα πει κάποιος, μπορεί να καθαρίσει το δικό σου βλέμμα. Ποτέ, ποτέ, ποτέ δεν τσακωθήκαμε για ιδεολογικές διαφωνίες! Τσακωθήκαμε του στυλ «Αυτόν τον ηλίθιο που θα ψηφίσεις», «Γιατί, ο δικός σου είναι καλύτερος;» και κάτι τέτοια (γέλια)
Τα τελευταία χρόνια τι γίνεται στην Κύπρο; Όλοι πάνε εκεί και γυρίζουν σήριαλ.
Μία μοναδική απόπειρα έκανα και επέζησα, γιατί ήταν απόπειρα αυτοκτονίας. Ήταν ένα project που δούλευα για να γίνει εδώ το 2014, αλλά εκείνη τη χρονιά μπήκα στη Βουλή, αντικαθιστώντας τον Παπαδημούλη, επομένως το παράτησα. Ο Μπότσης μού πρότεινε να το πάμε στην Κύπρο, αφού είχε κονέ. Ξεκινήσαμε με πολύ καλές προδιαγραφές, πολύ καλό καστ, αλλά πήγε πολύ πίσω εξ αιτίας της παραγωγής.
Μου τα έλεγαν οι ίδιοι οι Κύπριοι στην Κύπρο. Τα γυρίσματα των ελληνικών σήριαλ ήταν μαρτύριο από άποψη παραγωγής.
Σε μας ήταν μαρτύριο προτού φτάσουμε στα γυρίσματα. Έγιναν 40 επεισόδια, τα οποία θα ξεκινούσαν Ιούνιο. Το κανάλι άλλαξε παραγωγούς και μας πρότειναν κάποια σκηνικά να τα κάνουμε πλατό. Είχαν στούντιο απ’ τα Lidl και το λέω σοβαρά: Ήταν παλιές αποθήκες του Lidl και νόμιζαν πως μέσα σε 20 μέρες και θα γίνουν πλατό και θα φτιαχτούν και τα σκηνικά. Φυσικά όλο αυτό πήγε ένα τρίμηνο σχεδόν. Έλεγαν στους ηθοποιούς «Εσύ θα γυρίζεις Δευτέρα – Τρίτη, εσύ Τετάρτη – Πέμπτη κλπ.», δηλαδή που θα συναντηθούν οι ηθοποιοί; Πουθενά!
Εσείς πηγαινοερχόσασταν;
Δεν ήμουν από πάνω, δεν είχα την επιμέλεια, πήγα κι ήρθα μερικές φορές. Λόγω του πολύ καλού καστ, το αποτέλεσμα αισθητικά ήταν καλό: Κωνσταντίνου, Μπαξεβάνη, Σερβετάλης, Καλφαγιάννης.
Κανάλια ανοίγουν και κλείνουν. Ψάχνεστε ακόμα με την τηλεόραση;
Α, δεν ξέρετε μάλλον ότι συζητάμε με τον Χάρη να κάνουμε το «Καφέ της Χαράς 15 χρόνια μετά»…
Συγχωρέστε με, αλλά δεν τα πολυπαρακολουθώ τα τηλεοπτικά. Στον ΑΝΤ1 πάλι;
Αν τα βρούμε, προφανώς. Από κει και πέρα, θα το πάμε οπουδήποτε.
Άρα γράφετε αυτό τον καιρό με τον Ρώμα.
Βεβαίως! Να δω πότε θα σκοτωθούμε για τα πολιτικά! Μπορεί οι εκλογές να μπλοκάρουν το χρονοδιάγραμμα μας, αλλά μεταξύ μας δεν θά’χουμε κανένα πρόβλημα.
Τον αγαπάτε, ε;
Τον Χάρη; Πάρα πολύ! Είχαμε τσακωθεί προς το τέλος και όλα τα επόμενα χρόνια βλεπόμασταν και με είχε στηρίξει και στις εκλογές. Τώρα φοβάμαι πως θα σκοτωθούμε κάποια στιγμή, αν και νιώθουμε σαν να μην πέρασε μια μέρα. Κοιτάξτε, αν η δουλειά γίνεται με καλούς όρους, γίνεται και λίγο αστεία. Υποτίθεται πως τα παιδιά των ηρώων του «Καφέ της Χαράς» τελειώνουν και τα δύο δραματικές σχολές. Ο Πάρις Σκαρτσολιάς τελειώνει τώρα το Τέχνης και η μικρή το Θέατρο των Αλλαγών. Έχουμε υλικό δηλαδή, the next generation κανονικά!
Πως κρίνετε τη νέα Υπουργό Πολιτισμού;
Τώρα θέλετε να τοποθετηθώ δημόσια;
Γιατί όχι;
Είναι πάρα πολύ νωρίς για να την κρίνω. Έχει γράψει ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο και φαίνεται ότι έχει τη θεωρητική κατάρτιση. Στον πολιτισμό σημασία έχει η πρακτική άσκηση. Συνολικά δεν θεωρώ ότι κινηθήκαμε όπως θα έπρεπε να κινηθούμε από το ’15 και μετά.
Ο Κραουνάκης στη συνέντευξη του πρόσφατα είπε πως ο ΣΥΡΙΖΑ αλλού βιάστηκε και αλλού άργησε στο θέμα του πολιτισμού.
Αναφερόταν στην ΕΡΤ κι αυτό δεν έχει να κάνει με το ΥΠΠΟ. Συνολικά, ενώ θεωρώ ότι γίνανε κάποια πράγματα με κόπο, θυσίες και κόντρες, είχαμε πολλές αλλαγές στο εν λόγω υπουργείο μέσα σε τριάμισι χρόνια. Μου θύμισε η φάση λίγο το «Χωρίς αναισθητικό» του Βάιντα. Μόλις πήγαινε δηλαδή κάτι να γίνει, το υπουργείο άλλαζε. Το ίδιο έγινε κι εδώ. Δε μιλάω για την περίοδο Ξυδάκη, που έγιναν εκλογές και λογικά μετά μπήκε κάποιος άλλος, αλλά γι’ αυτήν του Μπαλτά. Μόλις πήγαινε να μάθει κάτι, σταματούσε, άντε πάλι απ’ την αρχή. Η Κονιόρδου μετά ήξερε το θέατρο και μόλις πήγε να μάθει και κάποια άλλα, αλλαγή πάλι. Θεωρώ τον πολιτισμό έναν καλό τομέα του ΣΥΡΙΖΑ που θα μπορούσε να παίξει μπάλα, αν και σιχαίνομαι τη χρήση ποδοσφαιρικών όρων σε κουβέντα για την πολιτική. Είδατε γιατί οι λέξεις έχουν βαρύτητα; Μπαίνουν στο ασυνείδητο μας. Θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ νά’χει κάνει πράγματα που δεν δεσμεύονταν από μνημονιακές υποχρεώσεις. Δεν έδωσε τη σημασία που θά’πρεπε.
Ίσως υπό το εξής πρίσμα: Σε μία κοινωνία τόσων αναγκών πλέον, πόσο ν’ασχοληθείς με τον πολιτισμό;
Δεν νομίζω να ήταν έτσι, αν και σαφώς υπάρχει αυτό. Δεν είναι σε δεύτερη μοίρα ο πολιτισμός εξ ου και στο προεκλογικό πρόγραμμα του ’14 λέγαμε πως ο πολιτισμός είναι αυταξία. Δημόσιο αγαθό σαν την παιδεία και την υγεία. Θεώρησαν μάλλον ότι εμείς δεν το ξέραμε ή «Άσε, οι εκσυγχρονιστές το ξέρουν καλύτερα». Λάθος, λάθος! Γίνανε κάποια βήματα και θα μπορούσαν νά’χουν γίνει περισσότερα με λιγότερο ανώδυνο τρόπο για όλους μας ώστε να λέγαμε ότι έγιναν τομές. Μια καλή τομή έγινε από την Περιφέρεια Αττικής που επιτέλους ξαναδίνεται στο κοινό το θέατρο Λυκαβηττού. Πριν από δύο εβδομάδες δόθηκαν δύο συνεντεύξεις Τύπου. Φτιάχνεται ο χώρος με νέες συνθήκες για το περιβάλλον.
Δεν ήταν αναμενόμενο; Δε μπορούσε να παραμένει κλειστός ένας απ’ τους μεγαλύτερους χώρους ψυχαγωγίας της πρωτεύουσας.
Όχι, τίποτα δεν είναι αναμενόμενο, άμα δεν το κυνηγήσεις. Καλό είναι επίσης που λειτουργεί ξανά το Πεδίο του Άρεως. Δημοπρατήθηκε, το πήρε ο Μαροσούλης το θέατρο, τι να τό’κανε η Περιφέρεια; Άποψη μου ήταν, ας πούμε, η Περιφέρεια να μην έδινε το Λυκαβηττό στο ΥΠΠΟ, δε μπορούσε όμως νά’χει προσωπικό γι’ αυτό το θέμα. Και μένα που μπήκα στο Κοινοβούλιο μού έτυχε να μάθω πάρα πολλά πράγματα που δεν τα ξέρουμε. Εγώ θα ήθελα να λειτουργήσει και το θερινό Άλσος, αν ήταν εφικτό, εκεί που γίνονταν οι επιθεωρήσεις του Χάρρυ Κλυνν. Ας γίνονται επιθεωρήσεις, ότι θέλουν να γίνεται, απλά είναι σημαντικό να λειτουργήσει κάτι μέσα στον οικιστικό ιστό. Δεν ενοχοποιούμε τη διασκέδαση, δεν είμαστε καλβινιστές. Αριστεροί είμαστε, αλλά καμιά φορά το μπερδεύουμε τι είναι αριστερός και τι πουριτανός.
Ως άνθρωπος της τηλεόρασης, αντιμετωπίσατε σνομπισμό από συναδέλφους σας συγγραφείς – σκηνοθέτες;
Αν σνόμπαραν την τηλεόραση, καλά θα κάνανε. Σνομπισμό όμως από διανοούμενους, καθόλου! Οι πραγματικοί διανοούμενοι δεν είναι καθόλου σνομπ. Ο καθένας δικαιούται να είναι ότι είναι και να κάνει ότι θέλει και ότι μπορεί. Εγώ, ας πούμε, δεν έχω καμία ενοχή που έκανα τηλεόραση και θα ξανακάνω! Γιατί να έχω; Πιστεύω στη λαϊκή ψυχαγωγία και καμιά φορά η μαζική κουλτούρα είναι πιο προωθητική απ’ ότι είναι άλλα είδη. Μπορώ να κάνω έτσι άλλα πράγματα στην τηλεόραση και άλλα στο θέατρο χωρίς κανένα διχασμό. Στην τελική, το τι στραγγίζει το φίλτρο του καθενός μας και ποιες ανάγκες έχει, είναι αυτά που αποδίδουν καρπούς.
Εσείς ως τηλεθεάτρια τι θεάματα προτιμάτε;
Εγώ δε βλέπω καθόλου κωμωδία. Δεν γελάω εύκολα με την έννοια ότι προτιμώ να δω ένα αστυνομικό. Σαν δημιουργός, όμως, μου βγαίνει αυτό το πράγμα, να γράφω κωμωδίες.
Έχετε κάνει και κινηματογράφο με τον Ρώμα, το «Ροζ ολοταχώς» του Γιατζουτζάκη.
Ναι, ωραία ταινία ήταν αυτή! Άλλη πονεμένη ιστορία ο κινηματογράφος…Χλευάστηκε πολύ ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος με κάτι αστεία πού’ναι πιο γέρικα κι απ’ τον παλιό λαϊκό κινηματογράφο! Καλλιεργήθηκε τέτοια προκατάληψη για το νέο ελληνικό σινεμά, που εγώ θυμάμαι να είμαι εκ μέρους της Ένωσης Σεναριογράφων στην επιτροπή για τα κρατικά βραβεία. Δε μπορούσε κανένας άλλος κι είπα «Ok, ας πάω εγώ». Είδα ένα κάρο ταινίες! Είδα ένα κάρο πολύ καλές ταινίες!
Προς τιμήν σας που το λέτε.
Κάποιες είχαν βρει διανομή, άλλες όχι. Υπήρχε η προκατάληψη: «Γιατί είναι διανοουμενίστικες και δεν είναι πιο λαϊκές ταινίες;» και το λέω εγώ που κάνω λαϊκή τέχνη. Κάποιοι λέγανε «Ναι, αλλά αυτό είναι πιο λαϊκό». Θυμάμαι ότι διαγωνιζόταν τότε η ταινία της Ελισάβετ Χρονοπούλου, «Ένα τραγούδι μόνο δε φτάνει».
Είχα κάνει κομπάρσος στην ταινία αυτή, ήμασταν σ’ ένα μπαρ τάχα μου χίπηδες…
Σοβαρά, ε; Στην επιτροπή, εκτός απ’ τους εκπροσώπους των σωματείων, που κακώς είχαν κατηγορηθεί αυτοί, έρχονταν και κάποιοι πανεπιστημιακοί. Προσωπικότητες με authority, ας πούμε. Σχολίαζαν μετά την προβολή δύο πανεπιστημιακές κυρίες – δε θυμάμαι ποιες ήταν – το ότι οι γυναίκες στη φυλακή εν μέσω χούντας έριχναν τα χαρτιά και μιλούσαν για γκομενικά. Δηλαδή έπρεπε στο κελί να διαβάζουν Λένιν και Μπακούνιν απ’ το πρωί ως το βράδυ ή να κλαίνε; Αυτή ήταν η άποψη μιας μεριάς της διανόησης, του τύπου «Εγώ δεν έχω και δε βλέπω τηλεόραση» που επίσης λειτούργησε εναντίον του ελληνικού κινηματογράφου. Με το ένα και με τ’ άλλο, όλοι έδιωχναν τον κόσμο απ’ τον κινηματογράφο. Δεν πήγαινε ο κόσμος να κόψει εισιτήριο να δει μια ταινία γιατί θεωρούσε εκ προοιμίου ότι θά’ναι κάτι στείρο εγκεφαλικό ή διανοουμενίστικο με την κακή έννοια.
Για σκεφτείτε να σας πρότεινε ο αείμνηστος ο Θόδωρος Αγγελόπουλος να γράφατε ένα σενάριο γι’ αυτόν.
Ευτυχώς δεν θα μου τό’λεγε ο άνθρωπος (γέλια). Ήμουν πάρα πολύ φαν του Αγγελόπουλου, αφού ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του επιλογές και διαδρομές. Στο σινεμά ο αγαπημένος μου είναι ο Ταρκόφσκι! Μπορώ να σας πω ανέκδοτα όταν πήγαινα να δω Ταρκόφσκι και με βρίζανε. Μου λέγανε «Μωρ’ τι κατάλαβες τώρα;» Πρέπει να ήμουν στο α’ ή το β’ έτος της σχολής όταν είδα την πρώτη μου ταινία του, το «Σολάρις». Βγαίνοντας από το «Ίλιον» τότε, ο μόνος τρόπος για να σας περιγράψω τώρα τα συναισθήματα μου, ήταν σαν νά’χα πιει ένα μπουκάλι ουίσκι. Οι ταινίες του Ταρκόφσκι με βοήθησαν να αντιληφθώ τον αριστοτελικό ορισμό για την τραγωδία.
Περιγράψτε μου πως περνάει μια μέρα σας.
Θα ξυπνήσω και το πρώτο πράγμα θά’ναι να πιω καφέ και να τσιμπήσω κάτι. Θα δω λίγο από τα πρωινάδικα, κάνα δεκάλεπτο, αφού δεν τα αντέχω παραπάνω σε αντίθεση με τη φίλη μου τη Μαρία Κανελλοπούλου που κάθεται και βλέπει τον Αυτιά και αρρωσταίνει. Χαζεύω καμιά ώρα στα social media, ανάλογα βέβαια με τι δουλειές θα έχω. Μετά ξεκινά το τρέξιμο που μπορεί νά’ναι και μέσα στο σπίτι, στον κομπιούτερ. Μπορεί να σκηνοθετώ κάτι στο θέατρο ή νά’χω να γράψω κάτι άλλο. Πάλι μπορεί να μην κάνω και τίποτα, γιατί είμαι αναβλητική, της γραμμής «Μην κάνεις σήμερα ότι μπορείς να κάνεις αύριο». Μέσα σ’ όλα, αυτή τη στιγμή σπουδάζω και τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο ΕΑΠ.
Ήσασταν ανέκαθεν φιλομαθής;
Πάντα. Η γνώση δεν κατακτιέται, ούτε κερδίζεται, απλώς παίρνεις κάποια πράγματα που σε βοηθούν – ελπίζω – να γίνεις καλύτερος.
Μιλήστε λίγο για το έργο «Γκυγιώμ, γλυκιά μου» που αυτή τη στιγμή παίζεται στο θέατρο.
Θα παίζουμε μέχρι τις 15 Γενάρη, Δευτερότριτα. Κάναμε πέρσι κάποιες πρώτες παραστάσεις. Δεν κάνω θέατρο, αν δεν υπάρχει λόγος. Όχι φυσικά ότι βγάζεις χρήματα, απ’ την τσέπη σου βάζεις. Δεν μου επιλύει τίποτα υπαρξιακό καμία μου ενασχόληση από μόνη της. Όλα μαζί πρέπει να μου επιλύουν, αν γίνεται αυτό, διότι πάντα υπάρχει κι ένα ερωτηματικό. Δεν έχω την ανάγκη, εννοώ, να κάνω συνέχεια πράγματα.
Είστε μοναχική;
Πολύ, πάρα πολύ. Εξαιρετικά…
Ισχύει πως όσοι ασχολούνται με την πολιτική είναι βαθιά μοναχικοί; Περισσότερο δηλαδή από τους καλλιτέχνες.
Δεν το καταλαβαίνω αυτό που λένε από το χώρο της Αριστεράς. Το καταλαβαίνω, αντίθετα, από το χώρο της Δεξιάς, αφού η πολιτική μόνο επάγγελμα μπορεί να είναι. Εγώ, όπως σας είπα και στην αρχή, ασχολούμαι από μικρή με τα κοινά, δε μπορώ να το δω ξεκομμένο από τις δραστηριότητες μου. Όταν ασχολούμαι από τα 15 μου με τα κινήματα, δε μπορώ να μην παίρνω θέση για οτιδήποτε συμβαίνει.
Διαβλέπατε εξ αρχής την πολιτικοποίηση σ’ ένα έργο τέχνης;
Μου φαίνονται αστείοι όσοι λένε «Δεν είμαι πολιτικοποιημένος, δεν ασχολούμαι». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που το λες αυτό, ασχολείσαι! Η τέχνη έχει θέση από μόνη της, όλα τα έργα έχουν, όχι υποχρεωτικά τη θέση του δημιουργού τους. Όταν φεύγει ένα έργο από τον δημιουργό, είναι αυθύπαρκτο. Αν δε συνέβαινε αυτό, ο Λουίτζι Πιραντέλο θα ήταν ένας κακός συγγραφέας, αυτός όμως είναι ένας μεγάλος συγγραφέας! Πάρτε για παράδειγμα τις ταινίες που έκανε ως παραγωγός ο Αλέν Ντελόν! Ήταν αυτό που λέμε τρομερά «αριστερές ταινίες»! Ο ίδιος ωστόσο είναι πιο Λεπέν από τον Λεπέν!
Το ίδιο και η Μπριζίτ Μπαρντό που πρωταγωνίστησε στο κίνημα της νουβέλ βαγκ.
Η Μπριζίτ Μπαρντό πάντα ήταν συντηρητική, ακόμα και το ’68. Η περσόνα της όμως στον κινηματογράφο δεν ήταν καθόλου της «γατούλας του σεξ». Αντίθετα ήταν μία γυναίκα που διεκδικούσε τη σεξουαλικότητα της. Το σημαντικό είναι που για αρκετά χρόνια ακόμη θα είναι η εικόνα των ταινιών της.
Πιστεύετε ότι τό’χετε γράψει το έργο της ζωής σας;
Δεν τό’χω σκεφτεί και δεν με απασχολεί αν θα το κάνω. Δεν έχω την πρεμούρα του να αφήσω τη σφραγίδα μου. Τη σφραγίδα σου την αφήνεις μόνο αν είσαι ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ή ο Σεργκέι Αϊζενστάιν!
Μην είστε υπερβολική τώρα. Και η Άννα Χατζησοφιά έχει σφραγίσει την ελληνική τηλεόραση.
Μ’ αυτή την έννοια όλοι αφήνουμε το αποτύπωμα μας στη γη, το οποίο θα σβηστεί όταν είναι να σβηστεί. Δεν είμαι ταπεινή, αλλά μέσα στο χρόνο επιζεί ότι είναι να επιζήσει.
Τό’χετε με τους καυγάδες;
(γελάει με νόημα) Α, πάρα πολύ!
Ανέκαθεν;
Ανέκαθεν. Δε θυμάμαι να σας πω συγκεκριμένα, αλλά έχω κι ένα άλλο εγώ: Ξεχνάω. Ακόμα και κάτι πολύ κακό να μού’χουν κάνει, μπορεί να το ξεχάσω. Δεν έχει να κάνει με τη συγχώρεση. Μπορεί να μη συγχωρήσω, αλλά να μη θυμάμαι το λόγο για τον οποίο δεν συγχωρώ. Όταν βρεθώ σε ένταση, ε αυτό δεν το ξεχνάω! Ο άλλος θα πρέπει να το ξεχνάει! Είναι ζήτημα ταμπεραμέντου και συχνοτήτων, στις οποίες κινείσαι.
Έχετε κι άλλα έργα που δεν έχουν ανέβει στο θέατρο;
Υπάρχει κάτι, αλλά πρέπει να βρεθεί κάνα φράγκο πρώτα.
Δηλώσατε αντιφασίστρια στην έναρξη της συζήτησης. Πιστεύετε ότι η περίοδος θυμίζει Βερολίνο στα τέλη του 1920;
Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ. Ο φασισμός δεν ηττήθηκε ιδεολογικά. Έχασε τον πόλεμο. Που πήγαν όλοι αυτοί που αιματοκύλησαν την Ευρώπη; Υπήρχαν εκατομμύρια υποστηρικτές τους. Χώθηκαν μέσα στα συντηρητικά κόμματα. Τι γίνεται με τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού; Τι ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος οι Ούγγροι;
Στην Πράγα, πάντως, που είχα πάει το 2007, παντού έβλεπα τις ρωσικές μπαμπούσκες με δόντια Δράκουλα.
Μην ξεχνάμε πως αυτές οι χώρες είχαν πολύ έντονα φασιστικά κινήματα, όπως και πολύ αυταρχικά καθεστώτα. Τι ήταν όλοι αυτοί το 1938 και το ’39 και πόσο χαλαρό ήταν για τον Τσόρτσιλ και τους δυτικούς συμμάχους να περάσουν στο ανατολικό καθεστώς; Μια χαρά έρχονταν στη Δύση τα φιδάκια που θα αναπαρήγαγαν την ιδεολογία μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Εδώ, οι «δικοί» μας που ήταν σε μικρό ποσοστό, τι γίνανε, που πήγανε;
Μη σας κάνει έκπληξη. Έχω πέσει σε πέντε – έξι ταξιτζήδες που δήλωσαν Χρυσή Αυγή, ενώ πριν μερικά χρόνια ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Πάρα πολλοί ακροδεξιοί είχαν μπει στη μεγάλη αγκαλιά της ΕΡΕ και μετά όπου πήγανε! Πασόκοι που έγιναν Χρυσαυγίτες θα ήταν αυτοί που τότε είχαν κάποια μικροσυμφέροντα, δεν λες δηλαδή έτσι αβασάνιστα «Μπαίνω στη Χρυσή Αυγή». Άντε πριν λίγα χρόνια, δεν ήξεραν – δεν ρώταγαν, ήταν παραπλανημένος κόσμος, αν κι εγώ ποτέ δεν το πίστεψα αυτό. Μετά όμως είχαμε τις δολοφονίες και πλέον οι άνθρωποι από την Αθήνα μέχρι τη Βραζιλία ξέρουν πολύ καλά τι στηρίζουν. Δεν γίνεται να στηρίξεις ένα φασιστικό κόμμα για αντίδραση! Δεν υπάρχει αυτό, αν δεν τό’χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες! Τότε λοιπόν δεν ήξεραν και δεν ήθελαν να ρωτήσουν. Σήμερα ξέρουν πολύ καλά τι συμβαίνει. Ψηφίζουν συνειδητά ρατσιστικά, ομοφοβικά, ξενοφοβικά, αντικομμουνιστικά και αντιφιλελεύθερα. Οι φλελεύθεροι που υποδύονται τους δεξιούς φιλολαϊκούς, κάνουν λάθος, αφού ποτέ δεν τη βγάλανε καθαρή. Αυτό το αντιμεταναστευτικό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε προχθές στην Ιταλία δεν είναι το απόλυτο όνειδος; Δεν θυμίζει τα νομοσχέδια του Χίτλερ εναντίον των Εβραίων; Έτσι εξαπλώθηκε ο φασισμός κάτω από τις κεραίες των χριστιανοδημοκρατών και των κεντρώων, αν το δούμε ιστορικά. Τώρα βγαίνει στην επιφάνεια!
Κι έχει και λόγο.
Ακριβώς, δεν ντρέπεται! Τη δεκαετία του ’80 ντρεπόταν κανείς να βγει και να πει ότι είναι Άρειος. Όπως τώρα που οι Έλληνες θεωρούνται πρόγονοι του πλανήτη (γέλια). Τι πρόγονοι; Απ’ τον Σείριο καταγόμαστε κατευθείαν! Τα πάντα, όλα δικά μας είναι. Και ο Σείριος δικός μας είναι, και ο αστερισμός της Ανδρομέδας! Πως το λέγανε στο «Γάμος α λα ελληνικά»; Μέχρι κι η λέξη «κιμονό», λέει, βγήκε απ’ το «χειμώνα». Εντάξει, δεν είναι αστείο, τραγικό είναι. Δεν εκπλήσσομαι παρόλα αυτά με την αναβίωση του φασισμού, είναι πολύ μικρός ο ιστορικός χρόνος. Για μένα το πρώτο ζητούμενο στα πάντα είναι το χτύπημα στο φασισμό, αλλά εδώ στην Ελλάδα δεν το βλέπουμε. Ασκούμε μικροκομματικές ενώ αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο καθήκον όλων μας! Εδώ βλέπουμε κι έναν αριστερό χουλιγκανισμό στα social media. Μόλις κάποιος γράψει κάτι που δεν ευθυγραμμίζεται μ’ αυτό που εσύ έχεις στο κεφάλι σου, του λες «Σε βάζει ο εργοδότης σου». Δε ντρεπόμαστε λίγο! Δεν βλέπουμε ότι όλοι έχουμε απέναντι μας την οχιά;
Και τι κάνουμε απέναντι σ’ αυτό το συναίσθημα φόβου και αμηχανίας;
Δεν έχω αίσθημα φόβου, έχω άγνοια φόβου σαν άνθρωπος.
Καλό είναι αυτό.
Όχι και τόσο…Δε μπορούμε να κάνουμε κάτι πέρα από το αυτονόητο: Να είμαστε αντιφασίστες. Δεν έχουμε άλλο περιθώριο! Αυτό είναι το μόνο ζήτημα για να είσαι μαζί τους ή εναντίον τους. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει στον αντιφασισμό. Εδώ να πω ότι δεν ανήκω σ’ αυτούς που κανιβαλίζουν τους καλλιτέχνες όταν πουν κάτι που δεν μας κάνει ιδεολογικά, έστω σαν απόχρωση. Δεν θα πω ποτέ «Σιγά τον συγγραφέα» ή «Σιγά την τραγουδίστρια» αν διαφοροποιείται ιδεολογικά. Το ίδιο και έναν δικηγόρο ή οδοντίατρο, μόνο εκεί που δεν θα ξινίσει κανείς μαζί τους.
Δεχτήκατε ποτέ απειλές λόγω των θέσεων σας;
Τελευταία δέχομαι από τα social media με αποτέλεσμα να μην ξέρεις τι είναι σοβαρό και τι αστείο. Το γεγονός όμως πως μπαίνει κάποιος στον κόπο να σου γράψει ένα inbox μίσους ή απειλής είναι ενδεικτικό, τόσο για τον ίδιο, όσο και για το κλίμα που επικρατεί. Τρομερό μίσος διοχετεύεται στα social media και σε παρασέρνει η μπάλα. Μοιράζονται καρκίνοι δεξιά κι αριστερά, το τέρας σηκώνει απειλητικά το κεφάλι.
Συνεπικουρούμενο και από το ιερατείο.
Ναι, άλλωστε είμαστε ο μοναδικός πλανήτης στο σύμπαν (γέλια).
Κυρία Χατζησοφιά, σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη συζήτηση.
Εγώ σας ευχαριστώ ειλικρινά.