16.12.2018, 11:00 | εφσυν
Βραδάκι Τρίτης, μέσα Δεκεμβρίου, και η κουζίνα είχε μυρίσει από τα πορτοκάλια της νέας σοδειάς –και τα μανταρίνια και τα ροζ γκρέιπ φρουτ, από τον κήπο.
Καιρό την περίμενε αυτήν τη μέρα. Τα άλλα υλικά τα είχε αγοράσει ήδη, τα φρούτα της έλειπαν.
Αρχισε να διαβάζει τη συνταγή:
Για την παρασκευή του ποτού χρειάζεστε:
- 750ml «νερό της ζωής» με τουλάχιστον 40 βαθμούς αλκοόλ (διαφορετικά, καλό κονιάκ), 44 κύβους ζάχαρη (ή 44 κουταλάκια του γλυκού όχι πολύ γεμάτα), 44 κόκκους καβουρδισμένου καφέ και ένα μεγάλο ζουμερό πορτοκάλι με τη φλούδα, πλυμένο καλά.
Εκτέλεση
- Θα «φονεύσετε» με ένα μυτερό μαχαίρι το πορτοκάλι 44 ολόκληρες φορές, και στις «πληγές» του θα βάλετε από έναν κόκκο καφέ. Θα το βάλετε μαζί με τα υπόλοιπα υλικά σε μια αποστειρωμένη γυάλα που σφραγίζει και θα την αφήσετε σε ξηρό μέρος για 44 ημέρες. Πότε πότε, θα ανακινείτε τη γυάλα, ώστε να λιώσει σταδιακά η ζάχαρη.
Τη συνταγή την ήξερε απέξω, όπως και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βρει «νερό της ζωής», αυτό το αλκοολούχο ποτό από χυμούς φρούτων που χρησιμοποιούν οι Γάλλοι για το περίφημο «Λικέρ 44». Η αλήθεια ήταν ότι εκείνη πάντα «έκλεβε» λίγο στις ποσότητες. Εριχνε μέσα στο κονιάκ λίγους κόκκους καφέ παραπάνω. Αν το πορτοκάλι ήταν μικρό, έβαζε ακόμη ένα. Σε αυτή την περίπτωση, τα «φόνευε» από 22 φορές. Και πάντα, πριν περάσουν οι 40 ημέρες, το δοκίμαζε λίγο. Να δει πώς πήγαιναν τα πράγματα.
Την τεσσαρακοστή τέταρτη, πάντως, έπαιρνε τα πορτοκάλια, τα έστυβε μέσα στο κονιάκ (που είχε γίνει ένα αρωματικό ποτό) και σούρωνε καλά το λικέρ. Μετά το έβαζε σε μια από εκείνες τις σκαλιστές καράφες που της είχαν μείνει προίκα από τη μαμά και τη γιαγιά και το τοποθετούσε στο ράφι, πλάι στα άλλα.
Οση ώρα το ετοίμαζε, μετρώντας χιλιοστόλιτρα κονιάκ, κόκκους καφέ (περίπου) και κουταλάκια ζάχαρη και μπήγοντας το κοφτερό μαχαίρι στη σάρκα του καημένου του πορτοκαλιού, έπιασε τον εαυτό της να τραγουδάει ένα παλιό ρεμπέτικο:
«Ούζο, ούζο, ούζο το βαρέθηκα/ φέρτε μου ένα λικεράκι, που το ‘ρέχτηκα», ή μήπως λέει «ένα τσιγαράκι» ή «ένα κρασάκι». Το λικεράκι τής πήγαινε καλύτερα, σίγουρα το είχε ακούσει κι έτσι, και συνέχισε: «Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε/ πάλι μεθυσμένος είσαι, μου φωνάζουνε».
Γιατί έφτιαχνε λικέρ; Μα, για να φτιάξει λικέρ. Κι ας είχε ακόμα «τσέρι» από τη μάνα της, αλλά και κάποια άλλα, αγορασμένα από νησιά, από τόπους διακοπών: φατουράδα με άρωμα περγαμόντο από την Ιθάκη, κίτρο από τη Νάξο, και κάνα-δυο ακόμα, που δεν θυμόταν από πού τα είχε πάρει. Και που ακόμα δεν έλεγαν να τελειώσουν. Εκτός από την ψημένη ρακή από την Αμοργό…
Αυτό όμως ήταν το δικό της λικέρ. Τώρα που έπιαναν για τα καλά τα κρύα -έξω ήδη έπεφτε χιονόνερο- όλο και κανένα ποτηράκι θα ‘πινε με φίλους και αδέλφια. Και που πάντα τελείωνε νωρίς, πριν έρθει η άνοιξη.
Αυτά σκεφτόταν όταν ένας γνώριμος ήχος χτύπησε στο τηλέφωνό της. Εισερχόμενο μήνυμα – Εκτακτη είδηση: Ανθρωποι δέχονταν επίθεση στο Στρασβούργο. Οι συνθήκες παρέμεναν αδιευκρίνιστες. Με πυροβόλο όπλο, με μαχαίρι, πώς;
Ανοιξε την τηλεόραση, άνοιξε τον υπολογιστή, άρχισε να διαβάζει τις εισερχόμενες ειδήσεις. Ισα που πρόλαβε να σφραγίσει τη γυάλα με το λικέρ -που ακόμα ήταν ένα μείγμα ανόμοιων πραγμάτων- και να το ανακατέψει μια φορά.
«Δεν είναι εποχές για λικέρ και άλλα ηδύποτα», σκεφτόταν με τον υπολογιστή ανοιχτό στο τραπέζι της κουζίνας και τα εισερχόμενα μηνύματα έως αργά το βράδυ να μιλούν για νεκρούς και τραυματίες. Αλλά όπως κοίταξε εκείνο το τραυματισμένο πορτοκάλι μέσα στη γυάλα, της φάνηκε ότι «έφτυσε» έναν κόκκο καφέ και χαμογέλασε. «Σε σαράντα τέσσερις ημέρες θα τα πούμε εμείς… Και δεν θα το μετανιώσεις».