16.12.2018, 11:15 | εφσυν
Είχε δεν είχε, μου τον δυσαρέστησε. Αμάν και πώς έκαμαν οι προκάτοχοί του να ξανανθίσει το χαμόγελο στα χείλη του, είπε τα μεγαλειώδη του ο μεγαλειότατος και το ξαναμάρανε. Δεν θα το έκανα θέμα, αλλά νισάφι πια – ούτε ιερό μήτε όσιο έχει το αγόρι δαύτο. Αγιες μέρες έρχονται, Χριστός γεννάται οσονούπω, τίποτα αυτός. Εκεί, τα δικά του.
Για να συνεννοούμαστε: Βουλή βλέπετε; Και δεν εννοώ να βγαίνετε από το μετρό στο Σύνταγμα και να κοιτάτε καταπάνω. Εννοώ τις συνεδριάσεις της Βουλής που προβάλλονται στο Κανάλι της Βουλής. Εκεί που γίνεται (του καθενός) της βουλής το πανηγύρι. Σε αυτή τη Βουλή τέλος πάντων, ψηφίστηκε τις προάλλες η κατάργηση της περικοπής των συντάξεων. Αυτό ψηφίστηκε, αλλά μόνον αυτό δεν συζητήθηκε. Διότι, τι αντιπολίτευση να κάνει το παιδί μας με τέτοιο μέτρο; Σαν ξύπνιος που είναι όμως, βρήκε εναλλακτική στο τσάκα τσάκα. Δώσατε, σου λέει, τη Μακεδονία και έτσι πήρατε τις συντάξεις.
Από πού να την πιάσω τη νέα αυτή μητσοτακέικη ατάκα και πού να την απιθώσω; Δεν θα μιλήσω εγώ – ας μιλήσει ο λαός. Ή μάλλον, ο μη εκλεγμένος εκπρόσωπός του. Ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομικών, Πιερ Μοσκοβισί, σαν πολλά δυσαρεστημένος δήλωσε με όσα δήλωσε ο Κυριάκος μας… Επρεπε όμως να τον δείτε πώς τα έλεγε στη Βουλή – με τι μπρίο, τι χαμόγελο, τι εσωτερική ικανοποίηση! Αλλά ώς εκεί. Κανένα αποδεικτικό στοιχείο (γιατί δεν υπάρχει) δεν προσκόμισε, τους δυσαρέστησε όλους (και τους μέσα και τους έξω) και αυτά. Αντε τώρα να συμμαζέψει τ’ ασυμμάζευτα. Και για τη μη περικοπή των συντάξεων κουβέντα! «Πρόδωσες και τις πήρες» είπε του Αλέξη, λάμψαν τα ματάκια του από χαρά σαν του Ραν Ταν Πλαν και τέλος.
Είναι συγκεκριμένο σύνδρομο αυτό του «Ραν Ταν Πλαν». Στην επιστημονική ορολογία ονομάζεται «σύνδρομο της καθυστερημένης αντίδρασης». Στην αθλητική, λέμε «παίζω στις καθυστερήσεις». Οσο για την πολιτική, εκεί κρατάμε απλά την υστέρηση.
Υστέρηση λόγου, λόγων, καταλόγων, υπολόγων και φυσικά πνεύματος.
Πάντα με συγκλόνιζε η εικόνα των πολιτικών στις δημόσιες τοποθετήσεις τους. Σε όποια χώρα, σε κάθε εποχή. Παρατηρώ τις λεπτομέρειες, τους χρωματισμούς της φωνής, το βαθούλωμα των ώμων, τις χειρονομίες, τις εκφράσεις του προσώπου τους. Τις περισσότερες φορές, απομονώνω τον ήχο από την εικόνα και επικεντρώνομαι στη δεύτερη, θέλοντας να καταλάβω τι λένε, δίχως ν’ ακούω τις λέξεις.
Το μεγαλύτερο μυστήριο, όμως, είναι όταν την ίδια στιγμή προσπαθώ να φανταστώ τους χιλιάδες άλλους που παρακολουθούν σαν κι εμένα. Τους θεατές-πολίτες. Τι βλέπουν, πώς αισθάνονται, τι καταλαβαίνουν, πώς αντιδρούν. Αναζητώντας απάντηση, ανατρέχω για ακόμη μια φορά σε αυτό που ξέρω καλύτερα -την επιστήμη.
Για αιώνες ολάκερους, από τον Αριστοτέλη έως τον Πτολεμαίο και τον Κοπέρνικο, σχεδόν μέχρι και τον Γαλιλαίο, στη φιλοσοφική αναζήτηση για το κοσμολογικό ζήτημα επικρατούσε η θεωρία του πρώτου: πως υπάρχει στο κέντρο του κόσμου ένα αρχικό αίτιο, εν πλήρει ακινησία, που έχει όμως την ικανότητα να θέτει σε κίνηση όλα τα υπόλοιπα σώματα. Μέχρι και ο χριστιανισμός στην ίδια θεώρηση βασίστηκε πάνω-κάτω.
Παρ’ ότι η σύγχρονη επιστήμη έχει ανατρέψει αυτά τα δεδομένα, φαίνεται ότι η πολιτική κρατά ακόμη την αριστοτελική αυτή πρώτη θεώρηση. Με μια παραλλαγή: Πλέον ο ένας, ο άρχων, στέκει μεν ψηλά, ζοφερός και αειθαλής, υποβάλλει μεν τον τρόπο κίνησης και σκέψης σε όλους τους άλλους, ωστόσο ενώ δονείται ο ίδιος από κινήσεις, συνήθως μέσα του είναι απολύτως αμετακίνητος.
Αυτά σκεφτόμουν βλέποντας τις προάλλες τον αρχηγό της Ν.Δ. να τσιρίζει, γελώντας συνεχώς ειρωνικά, λέγοντας ουσιαστικά τίποτα, μπροστά σε ένα ακροατήριο που χειροκροτούσε αλαλιασμένο, με το τίποτα.
Παρ’ ότι μη δεξιά, η εικόνα με απογοήτευσε. Περίμενα κάτι παραπάνω. Ηθελα, προσδοκούσα κάτι περισσότερο. Πιο σοβαρό, λιγότερο θλιβερό, περισσότερο ενδιαφέρον.
Από το τέλμα με έβγαλε, ως από μηχανής θεότητα, η αγράμματη (όπως αυτοχαρακτηρίζεται) γιαγιά μου, που παρακολουθούσε με προσοχή δίπλα μου τα όσα συνέβαιναν στο Κοινοβούλιο.
«Τζάμπα σάλιο» είπε λιτά και μου ζήτησε ν’ αλλάξω κανάλι.