Προεκλογική περίοδος. Παρατεταμένη. Παρατεντωμένη σαν το σκοινί. Που άμα τεντωθεί πολύ πάει να σπάσει. Για τους πολλούς, εμάς, περίοδος ανησυχίας.
Μήπως αυτό που θα έρθει την άλλη μέρα των εκλογών είναι ακόμη πιο στενάχωρο από αυτό που ζούμε σήμερα; Και μήπως οι παροχές –υπαρκτές των μεν από αυτά που ήδη μας αφαίρεσαν, είτε φραστικές και άρα ανέξοδες των άλλων– εξανεμιστούν ωσεί καπνός μόλις βγουν τα αποτελέσματα, όταν η γαλαντομία «των μεν και των δεν», που έλεγε και μια αποθανούσα κυρία, δεν θα έχει πια λόγο ύπαρξης;
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι. Οι εκλεκτοί –είτε αυτοί που απλώς ευελπιστούν πως θα είναι οι εκλεκτοί–, οι εκ θεού επιλεγμένοι για τα καλύτερα… Αυτοί που τηλεφωνούν σε όσους τους βγαίνουν ή δεν τους βγαίνουν στο τηλέφωνο, επικοινωνούν, ελίσσονται, εφάπτονται, συμμαχούν, σκιαμαχούν, ανεβοκατεβαίνουν στα γραφεία εκείνων που θα μοιράσουν, μοιράζουν ήδη τα μετεκλογικά πακέτα εξουσίας, τις θέσεις, τα πρότζεκτ και τα κονδύλια που θα εξασφαλίσουν το άδηλο μέλλον μας και το ρόδινο, όπως ελπίζουν, δικό τους.
Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, αυτοί που δεν έχουν εύκολο τον ύπνο. Ποσοστό που δεν καταγράφεται στα ιατρικά δελτία και δεν απασχολεί ιδιαίτερα τους δημοσκόπους: Είναι όσοι βλέπουν ότι η κάθε επιούσα φέρνει κάτι το απρόβλεπτο, κάτι που εκτροχιάζει τον κόσμο έξω από τις ράγες όπου νόμιζαν ότι κυλούσε και θα συνέχιζε να κυλά, έξω από το καθησυχαστικό κάδρο όπου τον είχαν τακτοποιήσει. Το αναπάντεχο, το ακατανόητο. Μπορεί να είναι κάτι που να ταράζει ακόμα και όταν μοιάζει ευοίωνο.
Κάτι σαν τα γαλλικά «κίτρινα γιλέκα», που μας λένε ότι η εξέγερση των μη προνομιούχων σκάβει λαγούμια κάτω από τη γη, σαν τον παλιό τυφλοπόντικα του Μαρξ. Ή κάτι άλλο που υψώνεται μπροστά μας απειλητικό.
Σαν τις απροσχημάτιστες πλεκτάνες των «φίλων και συμμάχων» και την παθητική υποταγή εκείνων που είχαν λάβει την εντολή να τις αρνηθούν. Ή σαν τη βία. Που κάθε μέρα κάνει, μέσα και έξω από τα σύνορά μας, ένα ακόμη βήμα, τσακίζοντας λαούς σε κάθε γωνιά του κόσμου, είτε πρόσωπα που σκοτώνονται και μετά θάνατον από δηλητηριώδη σχόλια.
Ποιος θα μπορέσει να διαγνώσει πέρα από τα τσιτάτα και τα αυτονόητα τη νόσο που βασανίζει το κορμί των κοινωνιών, να διαβάσει τα «άδηλα», όπως τα αποκαλούσε ο Ιπποκράτης, συμπτώματα, να χαράξει πλεύση διαβάζοντας σημάδια που ακόμα κρύβονται «έτι», έλεγε ο Θουκυδίδης «εν τω αφανεί»;
Δεν ξέρω πόσοι πολιτικολογούντες βασανίζονται από τέτοια ερωτήματα. Αλλά μάλλον κάτι τέτοιο θα άξιζε να ονομάζεται πολιτική.