Με πολύ μεγάλη συμμετοχή πραγματοποιήθηκε η συζήτηση-ενημέρωση για τους Υδρογονάνθρακες στο Ιόνιο, που συνδιοργάνωσαν το Κοινωνικό Εργαστήρι Τραβέρσο και η WWF. Δείτε όλα όσα ειπώθηκαν για τους κινδύνους, τα οφέλη αλλά και το κόστος των εξορύξεων.
Με πολύ μεγάλη συμμετοχή, πραγματοποιήθηκε εχθές το απόγευμα στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη η εκδήλωση ενημέρωσης-συζήτησης για τους υδρογονάνθρακες στο Ιόνιο, που συνδιοργάνωσε το Κοινωνικό Εργαστήρι Τραβέρσο και η WWF με τη συμμετοχή εκπροσώπου και της Greenpeace.
Παρά τη δυνατή βροχή, η αίθουσα της βιβλιοθήκης γέμισε ασφυκτικά από κόσμο που θέλησε να ενημερωθεί για τις επιπτώσεις, τα ενδεχόμενα οφέλη και τους κινδύνους από τις εξορύξεις. Όπως σημείωσε ο συντονιστής της συζήτησης, Δημήτρης Μπούζος, η παρουσία του κόσμου είναι ενδεικτική της αγωνίας των πολιτών για το μέλλον της Κεφαλονιάς.
Πέρα από τους απλούς πολίτες, το παρόν έδωσαν: ο αντιδήμαρχος Κεφαλονιάς, Ευάγγελος Κεκάτος, ο Βασίλης Ρουχωτάς, από την Ενωμένη Τετράπολη, ο Διονύσης Αραβαντινός, από την Ανεξάρτητη Ενωμένη Κεφαλονιά, ο Μάκης Δημητράτος από τους Ριζοσπάστες Ξανά, μέλη της Νέας Κίνησης Πολιτών «Κεφαλονιά, νησί για όλους» κ.α.
Αισθητή ήταν η απουσία εκπροσώπων της Περιφέρειας, της βουλευτή και του ΣΥΡΙΖΑ (έλειπαν Θεοπεφτάτου, Βαρούχας, Παγώνης), απουσίες που σχολιάστηκαν και από τους διοργανωτές.
«Παρακολουθώντας την κυβερνητική πολιτική της εκχώρησης δικαιωμάτων εξορύξεων στο Ιόνιο και τις επισκέψεις που έχουν ήδη κάνει οι πετρελαϊκές εταιρείες στην Κεφαλονιά, προκειμένου να διαφημίσουν την προσφορά τους στην τοπική κοινωνία, μας φάνηκε αδιανόητο να μην προχωρήσουμε στην οργάνωση μιας συζήτησης ενημέρωσης, ώστε να κατανοήσουμε ποιες είναι οι πραγματικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, στην οικονομία και στην κοινωνία μας», τόνισε ο κ. Μπούζος, μιλώντας εκ μέρους του Κοινωνικού Εργαστηρίου Τραβέρσο.
WWF: Μεγάλοι οι κίνδυνοι, ελάχιστα τα οφέλη
Ο Δημήτρης Ιμπραήμ, μιλώντας εκ μέρους της WWF Hellas, αναφέρθηκε στους κινδύνους αλλά και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των εξορύξεων, τόσο γενικότερα (π.χ. άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας) όσο και ειδικότερα για την γειτονιά του Ιονίου (κίνδυνοι από τη σεισμικότητα, αρνητική επίδραση στο τουριστικό προϊόν κ.α.).
Ειδικά για το θέμα της κλιματικής αλλαγής, είπε ότι η επίπτωση που αυτή έχει στη χώρα μας είναι πολλαπλή αφού πέρα από τη δημιουργία ακραίων καιρικών φαινομένων, επηρεάζεται τόσο η αγροτική παραγωγή, όσο και ο τουρισμός αφού μία αυξημένων περίοδος καυσώνων επηρεάζει την ποιότητα του προσφερόμενου προϊόντος. Μιλώντας μάλιστα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας ο κ. Ιμπραήμ ανέβασε την ετήσια μείωση του ΑΕΠ κατά 2%, μόνο από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Το παράδειγμα της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Πορτογαλίας
Πολλές φορές οι πετρελαϊκές εταιρείες, αλλά και η σημερινή πολιτική ηγεσία, τόσο η κυβερνητική, όσο και η τοπική (σε επίπεδο δήμου και περιφέρειας), έχουν αναφερθεί «στο ευρωπαϊκό παράδειγμα», εννοώντας ότι η Ελλάδα θα πρέπει να δει θετικά τις εξορύξεις πετρελαίου, παρά τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν (σεισμικότητα, προβληματικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί κ.λπ.), βάζοντας ως ζητούμενο την οικονομική ανάπτυξη που αυτές θα προσφέρουν στη χώρα.
Σύμφωνα με την WWF, όμως, πολλές ευρωπαϊκές χώρες κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση σταματώντας τις εξορύξεις είτε καθολικά (Γαλλία, που όμως έχει μικρή παραγωγή), είτε τοπικά. Η Ισπανία για παράδειγμα, σύμφωνα πάντα με τον κ. Ιμπραήμ, μετά από τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών στις Κανάριες Νήσους, απαγόρευσε τις εξορύξεις στην περιοχή ενώ στα σκαριά βρίσκεται νομοσχέδιο που θα απαγορεύει οριστικά τις εξορύξεις υδρογονανθράκων και θα προωθεί την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ που θα πρέπει να φτάσει στο 100% μέχρι τα μέσα αυτού του αιώνα.
«Το ίδιο έκανε και η Πορτογαλία, πριν από λίγες εβδομάδες. Μόλις την περασμένη Παρασκευή, στη Βραζιλία, απαγορεύτηκε στην Total να ψάξει για πετρέλαιο στον Αμαζόνιο», πρόσθεσε, ενώ τόνισε ότι η απαγορεύσεις στην Πορτογαλία και την Ισπανία προήλθαν από αντιδράσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης και της τουριστικής βιομηχανίας, ώστε να προστατευτεί το περιβάλλον και ο τουρισμός. «Μπορεί σήμερα να φαίνεται δύσκολο, αλλά δεν είναι αδύνατο. Μπορούμε σήμερα να σταματήσουμε τις εξορύξεις, όπως έχει δείξει η εμπειρία σε άλλες χώρες».
Η διαφορά από τον Πρίνο – Τα μεγάλα βάθη
Ο εκπρόσωπος της WWF αναφέρθηκε και στο παράδειγμα του Πρίνου, το οποίο αναφέρεται κατά κόρον, από τους υποστηρικτές των εξορύξεων, λέγοντας ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές.
«Στον Πρίνο, το θαλάσσιο βάθος είναι 30 μέτρα, στην Καβάλα είναι 50 μέτρα, δεν είναι η θάλασσα του Ιονίου, των εκατοντάδων ή χιλιάδων μέτρων (σ.σ. βάθους), ανάλογα με την περιοχή».
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και τον κίνδυνο από τη σεισμικότητα, αφού η περιοχή του Ιονίου είναι η πιο σεισμογενής περιοχή της Ευρώπης.
Διάτρητη η περιβαλλοντική νομοθεσία
O κ. Ιμπραήμ ισχυρίστηκε επίσης η περιβαλλοντική νομοθεσία είναι «διάτρητη» και ότι υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στο θεσμικό πλαίσιο.
«Οι σεισμικές έρευνες και οι περιοχές Natura, δεν εξαιρούνται από τις εξορύξεις», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι «ειδικά για την περιοχή του Ιονίου, έχει προβλεφθεί μία ζώνη εξαίρεσης ενός χιλιομέτρου. Αυτό φυσικά είναι αστείο όταν μιλάμε για διελεύσεις πλοίων, για επιχειρησιακή ρύπανση και πετρελαιοκηλίδες, καταλαβαίνεται ότι μία τέτοια ζώνη δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να προστατέψει εξαιρετικά ευαίσθητες περιοχές».
«Το δεύτερο στοιχείο που θέλω να κρατήσετε είναι ότι βάσει των συμβάσεων που έχουν υπογραφεί, δεν απαιτείται για μία πετρελαϊκή επιχείρηση να εκπονήσει μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το στάδιο των ερευνών […] παρά μόνο μία καινοφανής διαδικασία για το νομικό πλαίσιο της χώρας, το Σχέδιο Περιβαλλοντικής Δράσης, ένα κείμενο που το συντάσσει η εταιρεία, και το κρατάει η εταιρεία. Στην περίπτωση των Ιωαννίνων, που είναι το μόνο παράδειγμα που έχουμε, το κείμενο έφτασε στα χέρια μας από διαρροή, δεν το πήραμε επίσημα […] Σκεφτείτε λοιπόν, ότι εσείς για να κάνετε μία παρέμβαση σε μία προστατευόμενη περιοχή π.χ. ένα πτηνοτροφείο, θα χρειαζόσασταν μία πολύ αυστηρή μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, οι πετρελαϊκές εταιρείες όμως αυτό δεν χρειάζεται να το κάνουν».
Πολύ βαρύ ιστορικό διαφθοράς
Τέλος, ο κ. Ιμπραήμ, έκανε λόγο για «πολύ βαρύ ιστορικό διαφθοράς», από πετρελαϊκές εταιρείες, για περιπτώσεις «χρηματισμού κρατικών λειτουργών και δημόσιων υπηρεσιών», «έχουν ήδη καταδικαστεί για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων», έχουν ένα πολύ βαρύ ιστορικό περιστατικών ρύπανσης (π.χ. στην Γαλλία)». Πρόσθεσε επίσης το θέμα της ύπαρξης πλήθους θυγατρικών πετρελαϊκών εταιρειών σε «φορολογικούς παραδείσους». «Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί η τοπική κοινωνία έχει να λάβει ένα άμεσο έσοδο. Και αυτό είναι το 5% επί του φορολογητέου εισοδήματος, δηλαδή του κέρδους».
Πενιχρά τα έσοδα για τις τοπικές κοινωνίες
Ο δεύτερος εκπρόσωπος της WWF, Ολιβιέ Βαρδακούλιας, αναφέρθηκε στις οικονομικές επιπτώσεις των εξορύξεων αλλά και τα «πενιχρά», όπως τα χαρακτήρισε κέρδη που μπορεί να προκύψουν από αυτές, τόσο για το ελληνικό δημόσιο, όσο κυρίως για τις τοπικές κοινωνίες.
«Ακούμε διάφορα απίθανα πράγματα, σε εφημερίδες ή από στόματα διαφόρων πολιτικών, περί… “δισεκατομμυρίων” που θα σώσουν τη χώρα από τον βραχνά του χρέους κλπ. Μιλάμε επίσης για τα εκατομμύρια που υποτίθεται ότι θα λάβουν οι τοπικές κοινωνίες, μέσα από ανταποδοτικά οφέλη κλπ.»
Ο κ. Βαρδακούλιας, αναλύοντας τα έσοδα που προκύπτουν σύμφωνα με τις προβλέψεις και τις συμβάσεις είπε τα εξής:
«Το μέρισμα είναι η βασική πηγή εσόδων για το ελληνικό δημόσιο. Το ποσό αυτό όμως δεν θα είναι σταθερό. Κυμαίνεται από ένα ποσοστό 4% έως 15% επί της παραγωγής για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, π.χ. ένα έτος».
«Το πόσα χρήματα θα λάβει, με βάση αυτό τον υπολογισμό, το ελληνικό δημόσιο, ανά έτος, καθορίζεται με βάσει έναν συντελεστή. Υπολογίζεται ως αξία παραγωγής / του κόστους της εξόρυξης». Με βάση ένα παράδειγμα που έφερε, σημείωσε ότι «υπερεκτιμούνται πολύ τα έσοδα από τις εξορύξεις».
«Θα πάρω την περίπτωση του Πατραϊκού, στην οποία γνωρίζουμε ότι με βάση τις δηλώσεις και τις εκτιμήσεις των ΕΛΠΕ, πόση θα είναι περίπου η παραγωγή σε αυτό το οικόπεδο. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι τα ΕΛΠΕ σχεδιάζουν να αντλούν περίπου 30.000 βαρέλια την ημέρα, δηλαδή 10.9 εκ. βαρέλια το χρόνο. Υποθέτοντας μία μέση τιμή αξίας 60 δολ. το βαρέλι, και ένα κόστος εξόρυξης 40 δολ. το βαρέλι, όπως μας λένε πολλοί διεθνείς οργανισμοί (π.χ. ο Διεθνής Οργανισμός για την Ενέργεια), αυτό μας δίνει έναν συντελεστή 1.5. Άρα το royalty είναι της τάξης του 6% που σημαίνει 39 εκ. το χρόνο για το ελληνικό δημόσιο. 39 εκ. δεν είναι τίποτα, αν δούμε την μεγάλη εικόνα, όταν τα ετήσια έσοδα του ελληνικού δημοσίου είναι πάνω από 45 δισ., ανά χρόνο».
Το δεύτερο έσοδο που θα έχει το ελληνικό δημόσιο είναι ο φόρος εταιρικού εισοδήματος. Ο εκπρόσωπος της WWF σημείωσε ότι αυτός ο φόρος, δεν υπολογίζεται βάσει του τζίρου, αλλά βάσει των κερδών της επιχείρησης.
Ο κ. Βαρδακούλιας σημείωσε ότι ο φόρος αυτός, είναι 25% επί των κερδών (και όχι 29% όπως είναι στις υπόλοιπες επιχειρήσεις), και στο παράδειγμα που έφερε αυτό σημαίνει ένα επιπλέον κέρδος 13 εκ. ευρώ για το Ελληνικό Δημόσιο, και 3.2. εκ. για τις περιφέρειες που συνορεύουν με το οικόπεδο του Δυτικού Πατραϊκού. «3 εκ. κοστίζουν τρεις μεζονέτες στη Μύκονο», είπε χαρακτηριστικά.
«Μιλάμε επομένως για “ψίχουλα”. Δεν είναι χρήματα που θα μας βγάλουν από την κρίση, δεν είναι χρήματα που θα αποπληρώσουν το χρέος δεν είναι χρήματα που θα μας κάνουν… Σαουδική Αραβία».
Ποιο είναι το κόστος;
Σύμφωνα πάντα με τον εκπρόσωπο της WWF, «το κόστος των εξορύξεων προκύπτει κυρίως μέσα από τον κίνδυνο ατυχημάτων και αστοχιών. Το ρίσκο αυτό δεν είναι μόνο από μεγάλα ατυχήματα, είναι και η τακτική επιχειρησιακή ρύπανση που προκύπτει στο πρόγραμμα κάθε εξόρυξης. Δεν υπάρχουν, πρακτικά, εξορύξεις, που δεν δημιουργούν κάποια μορφή μόλυνσης. Μιλάμε για βαριές βιομηχανικές δραστηριότητες. Και αντίθετα με αυτά που μας λένε, το ρίσκο των ατυχημάτων δεν είναι μικρό». Σε γράφημα που παρουσίασε ο κ. Βαρδακούλιας, φαίνεται ότι στην Αμερική τα ατυχήματα (μικρά ή μεγάλα) που συμβαίνουν από την παραγωγή και τη μεταφορά υδρογονανθράκων ξεπερνούν σε ορισμένες περιπτώσεις τα 150 ανά έτος.
Στην Ευρώπη μάλιστα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι πιθανότητες για κάποιο ατύχημα είναι 65% κάθε χρόνο, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να συμβεί περισσότερο από ένα ατύχημα κάθε δύο χρόνια.
Το δε κόστος των ατυχημάτων, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι τεράστιο, ενώ όπως ανέφερε, οι θάλασσες δεν καθαρίζονται στο σύνολό τους, και θα πρέπει να περάσουν δεκαετίες προκειμένου να επανέλθουν στην αρχική τους κατάσταση.
Και συνέχισε: «Εάν κάνουμε μία αναγωγή του κόστους των συγκεκριμένων ατυχημάτων στα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το κόστος ενός τέτοιου ατυχήματος μπορεί να αποβεί μοιραίο για την ίδια την ελληνική οικονομία».
«Και μόνο το παράδειγμα του Refugio, στις ΗΠΑ, να υπολογίσουμε, που ήταν ένα πολύ μικρό ατύχημα που ουσιαστικά μόλυνε μόνο μία παραλία, είχε σωρευτικό κόστος 335 εκ. δολάρια».
Ποιος πληρώνει αυτό το κόστος;
Θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε σε όλα αυτά, ότι ακόμη και αν θελήσει το ελληνικό δημόσιο να αποζημιώσει τους κατοίκους των περιοχών που μπορεί να πληγούν από ένα μεγάλο ατύχημα, κανείς δεν γνωρίζει εάν θα μπορεί να καλύψει τα ποσά που θα απαιτηθούν, ειδικά μέσα στην δύσκολη οικονομική συγκυρία στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία, και απ’ ότι φαίνεται θα συνεχίσει να βρίσκεται για αρκετά ακόμη χρόνια.