
Στις προτεραιότητες της κυβέρνησης στη μεταμνημονιακή φάση εστίασε σε συνέντευξή του στο κεντρικό δελτίο του Kontra Channel ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δ. Τζανακόπουλος.
«Έχουμε μπροστά μας εννιά μήνες με πολύ συγκεκριμένες προτεραιότητες σε αυτή τη μεταμνημιονιακή φάση, στην οποία μπορούμε να επιταχύνουμε την υλοποίηση θετικών μέτρων ελάφρυνσης και κοινωνικής στήριξης», σημείωσε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος και τόνισε ότι η κυβέρνηση έχει πολύ συγκεκριμένη και πλούσια στοχοθεσία για το επόμενο διάστημα.
Ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε ότι ο κεντρικός στόχος της εξόδου από τα μνημόνια επιτεύχθηκε και πως «το δεύτερο βήμα για την ολοκλήρωση της θητείας είναι να αξιοποιήσουμε τις διευρυμένες δυνατότητες που μας δίνει αυτή η έξοδος από τη μνημονιακή επιτροπεία».
Για τη Συμφωνία των Πρεσπών εξέφρασε την πεποίθηση ότι «υπάρχουν απολύτως οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί για να κυρωθεί», ενώ αναφερόμενος στη στάση της Ν.Δ. σχολίασε ότι «καταρρέουν όλα τα επιχειρήματά της και οι διαστρεβλωτικές αναλύσεις που θέλουν να μην υποχωρούν οι γείτονές μας από τον αλυτρωτισμό και αυτό μας εισάγει πια σε μια πάρα πολύ θετική ατζέντα με τους γείτονές μας, αλλά και στην τελική φάση για την κύρωση της συμφωνίας».
Ως προς το χρονοδιάγραμμα ανέφερε ότι «έχουμε στη γειτονική χώρα την τελική φάση της αναθεώρησης του Συντάγματος, που θα εκκινήσει στις 9 Ιανουαρίου και αναμένεται να τελειώσει την εβδομάδα μεταξύ 14-18 Ιανουαρίου». Από τις 18 Ιανουαρίου και μετά, όταν θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία, η ελληνική κυβέρνηση -πρόσθεσε- θα καταθέσει το σχετικό νομοσχέδιο της συμφωνίας στη Βουλή.
«Η λογική που έχουμε εμείς είναι ότι από τις 18 Ιανουαρίου και μετά ο πρωθυπουργός θα αποφασίσει πότε θα συνεδριάσει η Ολομέλεια για να κυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών και να τεθεί σε ισχύ, καθώς αυτή είναι η προϋπόθεση που προβλέπεται από την ίδια τη Συμφωνία για τη θέση της σε ισχύ», συνέχισε.
Για το αν μπορεί η διαδικασία να φτάσει έως τον Μάρτιο είπε ότι «δεν υπάρχει ένας σαφής χρονικός προσδιορισμός στην ίδια τη συμφωνία, υπάρχει η διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης μέσα σε εύλογο χρόνο να προχωρήσει στην ψήφιση του νόμου αυτού και την κύρωση της Συμφωνίας. Εκτιμώ ότι αυτός ο χρόνος δεν μπορεί να ξεπεράσει τον έναν-ενάμιση μήνα».
Ερωτηθείς για τη στάση του Π. Καμμένου ανέφερε ότι από την πρώτη στιγμή «δήλωσε με ευθύτητα και εντιμότητα και ειλικρίνεια ότι δεν συμμερίζεται αυτή τη θέση και ότι μόλις κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή εκείνος και οι ΑΝ.ΕΛΛ. θα αποχωρήσουν από την κυβέρνηση, όμως βάζει άλλο ένα σημείο στις δηλώσεις του ότι δεν πρόκειται ποτέ να στηρίξει μια πρόταση δυσπιστίας που ενδεχομένως θα τεθεί από τη Ν.Δ.».
«Δεν κόψαμε κορδέλες. Δεν επρόκειτο για εγκαίνια αλλά για επιθεώρηση προόδου ενός έργου που έμοιαζε με το Γεφύρι της Άρτας, ώσπου το 2016 από τις ενέργειες της κυβέρνησης ξεκόλλησε και ενοχλεί πάρα πολύ κάποιους που βρισκόμαστε σε μια φάση ολοκλήρωσης», σχολίασε ο κ. Τζανακόπουλος σχετικά με τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για τη χθεσινή παρουσία του πρωθυπουργού σε σταθμό του Μετρό στη Θεσσαλονίκη.
Για να επιλυθούν τα προβλήματα που κληρονόμησε η κυβέρνηση πέρασε από σαράντα κύματα, πρόσθεσε και σημείωσε ότι εξοικονομήθηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια.
«Πράγματι είναι αρκετοί που δυσφορούν με το γεγονός ότι η κυβέρνηση αυτή έχει καταφέρει όχι μόνο στο Μετρό της Θεσσαλονίκης, αλλά και σε όλα τα μεγάλα έργα, να σημειώσει τεράστιες προόδους και να αποδίδονται πια αυτά στη χρήση τους από τον λαό», τόνισε.
Για τη συνέντευξη του Κ. Σημίτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι πρόκειται για «σχεδόν προαναγγελία ηθελημένη ή αθέλητη για το τι έχει στο μυαλό του το μπλοκ του παλιού πολιτικού συστήματος εφόσον καταφέρει να παλινορθωθεί, κάτι που εκτιμώ ότι δεν πρόκειται να το επιτρέψει ο ελληνικός λαός».
Τέλος, για τα περί φλερτ με το Κίνημα Αλλαγής είπε ότι υπάρχει ένα πολιτικό δυναμικό στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. που, όπως σε πολλά κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, έχει κατανοήσει λάθη, αστοχίες και πως το βασικό πρόβλημα της ήταν η στρατηγική συμπόρευση με τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού.