Επειτα από προσπάθειες πολλών ετών και πολλών κυβερνήσεων, ένα εθνικό ζήτημα φτάνει στη λύση του, μέσα από μια σύνθετη και πολυσχιδή διαπραγμάτευση. Αντί να συζητήσουμε με σοβαρότητα, το τελευταίο διάστημα ο δημόσιος λόγος διολισθαίνει σε όλο και πιο επικίνδυνες ατραπούς. Προτάσσοντας τον «υπέρ πάντων αγώνα», με απλά λόγια την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ («στρατηγική», κατά ορισμένους), ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων, που ξεκινούν από ορισμένους κεντροαριστερούς και πρώην φιλελεύθερους και φτάνουν στη Χρυσή Αυγή, επιχειρηματολογεί κατά μιας συμφωνίας που αδιαμφισβήτητα ενισχύει τη θέση της χώρας μας και την ξαναβάζει στον βαλκανικό χάρτη.
Συχνά, η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται διαστρέφει γεγονότα, λέει μισές αλήθειες ή απλά παραπληροφορεί με μόνο στόχο την πτώση της κυβέρνησης. Ο δε πατριωτισμός έχει γίνει, για άλλη μια φορά στη χώρα μας, σημαία ευκαιρίας.
Μερικές μισές αλήθειες:
-Αρχικά, η συσκότιση από τη Ν.Δ. του γεγονότος ότι ήταν η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή που πρώτη διατύπωσε την εθνική θέση για το Μακεδονικό: σύνθετη ονομασία με τον όρο Μακεδονία, με γεωγραφικό προσδιορισμό, έναντι όλων. Τώρα αυτό έχει ξεχαστεί από τη νέα ηγεσία, που στο όνομα διατήρησης της ενότητας του κόμματος έχει επιστρέψει στο «Οχι στον όρο Μακεδονία» της δεκαετίας 1990 που τόσο κόστισε, ή απλά, βολικά δεν τοποθετείται.
-Δεύτερη μισή αλήθεια: λέει η αντιπολίτευση ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν «έδωσαν» εθνότητα και γλώσσα. Αυτό συνέβη για δύο λόγους: είτε γιατί ποτέ δεν προχώρησε αρκετά το ονοματολογικό ώστε να προχωρήσουν και στα επόμενα θέματα, είτε επειδή δεν το έβαζαν οι ίδιοι στο τραπέζι, πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συμφωνίας.
Υπάρχουν όμως και τα ψέματα:
«Η συμφωνία είναι επιζήμια για τη χώρα». Εχουμε μπροστά μας μια συμφωνία χωρίς νικητές και ηττημένους, που θα βοηθήσει την περιοχή να προχωρήσει και τη χώρα μας να ξαναβρεί τον ρόλο που της ανήκει στα Βαλκάνια. Η συμφωνία δίνει στην Ελλάδα το όνομα (με όλες τις ασφαλιστικές δικλίδες, συνταγματική αναθεώρηση, πρότερη ψήφιση από τη Βουλή της ΠΓΔΜ) και στην άλλη πλευρά την ιθαγένεια και γλώσσα. Η διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης στη γείτονα θα έπρεπε να είχε καθησυχάσει όλες τις ειλικρινείς ανησυχίες: αλλάζει το άρθρο που μιλούσε για Μακεδόνες σε γειτονικές χώρες και γίνεται πλέον αναφορά σε «διασπορά», ανάλογο με το αντίστοιχο ελληνικό, ενώ σημειώνεται ότι η ιθαγένεια (μακεδονική/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας) «δεν προσδιορίζει ούτε προκαθορίζει την εθνότητα στην οποία ανήκουν οι πολίτες». Κάθε καλόπιστος σχολιαστής θα αναγνώριζε ότι τα βήματα έγιναν.
«Χαρίσαμε εθνότητα και γλώσσα». Δεν χαρίσαμε τίποτα, γιατί ούτε μακεδονική γλώσσα υπάρχει άλλη από αυτή που ομιλείται στη γειτονική χώρα, ούτε οι Ελληνες Μακεδόνες είναι εθνικά Μακεδόνες. Εξάλλου, η συμφωνία δεν αναφέρεται σε εθνότητα, αλλά σε ιθαγένεια. Σημειώνουμε, πάντως, το φαινόμενο διολίσθησης μιας τοπικής ταυτότητας Μακεδόνας =γεννημένος στη Μακεδονία, σε εθνική δηλ. εθνικά Μακεδόνας. Η ανάγκη άμυνας ενός ευάλωτου σλαβικού απέναντι σε επιθετικούς εθνικισμούς (βουλγαρικό, ελληνικό και σερβικό) συνέβαλε ώστε μια προϋπάρχουσα ρευστή εθνική ταυτότητα σταδιακά να συγκροτηθεί και να δημιουργηθεί έτσι το νεότερο έθνος των Βαλκανίων, με τελευταίους βέβαια του Βόσνιους Μουσουλμάνους.
«Καλλιεργείται ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων». Εντυπωσιάζει ειλικρινά η άκριτη χρήση όρων, εκτός περιεχομένου: Θέλω να επαναλάβω ότι «αλυτρωτισμός» σημαίνει τη θέληση και διεκδίκηση απελευθέρωσης αλύτρωτων εδαφών όπου κατοικούν ομοεθνείς. Το να ενδιαφέρεσαι για τους ομοεθνείς σου δεν αποτελεί αλυτρωτισμό, ούτε φυσικά η διεκδίκηση μειονοτικών δικαιωμάτων. Εξάλλου, η προαναφερθείσα τροπολογία αφαίρεσε και το τελευταίο επιχείρημα.
«Τη συμφωνία την επέβαλε ο διεθνής παράγοντας, είναι προδοσία». Η συμφωνία ήταν αναγκαία για την Ελλάδα, πολύτιμη για την περιοχή. Ο διεθνής παράγοντας τη στήριξε, αλλά τίποτα πέραν αυτού δεν θα μπορούσε να κάνει. Η δε αποστροφή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι η κυβέρνηση «πούλησε το Μακεδονικό για τις συντάξεις», δεν χρειάζεται να πω τι βλάβη προκαλεί στη διεθνή εικόνα της χώρας, αλλά και στην ανάγκη με νηφαλιότητα να συζητηθεί και να αντιμετωπιστεί η συμφωνία. Με όρους προδοσίας, καμιά συζήτηση δεν είναι εφικτή.
Γενικά, η συνειδητή και συχνά δόλια νοηματική διολίσθηση έχει γίνει δυστυχώς μέρος της κομματικής αντιπαράθεσης. Αποτέλεσμα είναι μια χώρα αποπροσανατολισμένη και διχασμένη, που ομφαλοσκοπεί και αναμοχλεύει παλιά πάθη και φοβίες, χωρίς να μπορεί να προχωρήσει μπροστά.
Δεν είναι η ώρα για βολικές σιωπές. Πρέπει όσοι έχουμε ασχοληθεί με τα θέματα αυτά να μιλήσουμε με αίσθηση ευθύνης τη γλώσσα της αλήθειας και όχι να αφήσουμε άλλους να «βγάλουν το φίδι από τη τρύπα». Δυστυχώς, τόσο η Ν.Δ. όσο και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. έχουν μπει σε έναν ολισθηρό δρόμο καιροσκοπισμού και ψηφοθηρίας, όπου, δυστυχώς, ο πατριωτισμός έχει γίνει κουρελόχαρτο μπροστά στον απώτερο στόχο της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ.
Και σε αυτό οφείλουμε όλοι να πάρουμε θέση.
* αναπλ. καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο