Την ερχόμενη Τρίτη, 15 Ιανουαρίου, η βρετανική Βουλή θα πάρει μια απόφαση που θα μείνει στη μνήμη των ερχόμενων γενεών ως το πρώτο βήμα ενός ιστορικού θριάμβου ή μιας χωρίς προηγούμενο καταστροφής. Είναι η μέρα που η Βουλή έχει κληθεί να δεχτεί ή να απορρίψει τη συμφωνία της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι με την Ευρωπαϊκή Ενωση για την αποχώρηση της Βρετανίας από την ευρωπαϊκή κοινοπραξία.
Η τύχη αυτής της συμφωνίας είναι, όπως δείχνουν τα πράγματα, προδιαγεγραμμένη. Εναντίον της έχουν στραφεί όχι μόνον όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και η δεξιά πτέρυγα του συντηρητικού κόμματος.
Για την Ακρα Δεξιά, η συμφωνία είναι απαράδεκτη διότι μετατρέπει τη Βρετανία σε αποικία ή προτεκτοράτο της Ευρώπης.
Η απόρριψή της δεν θα είναι, πάντως, το τέλος μιας πολύ επώδυνης περιπέτειας. Θα είναι αντίθετα η αρχή μιας πολύ επικίνδυνης διαδικασίας που θα έχει σκοπό την ανεύρεση λύσης αποδεκτής από την πλειοψηφία της Βουλής. Αλλά τέτοια λύση δεν υπάρχει και οι συνέπειες αυτού του κενού μπορεί να είναι καταστροφικές.
Οι Αγγλοι έχουν ήδη προειδοποιηθεί σχετικά. «Η κρίση του Σουέζ», έχουν πει πολλοί, «σημάδεψε το τέλος της αυτοκρατορίας. Η σημερινή κρίση μπορεί να σηματοδοτήσει το τέλος της οποιασδήποτε επιρροής έχει ακόμη στον κόσμο η Βρετανία».
Η Τράπεζα της Αγγλίας, ο σύνδεσμος βιομηχάνων, τα επαγγελματικά επιμελητήρια, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Αγγλίας καθώς και, μεταξύ πολλών άλλων, ένα πλήθος ακαδημαϊκών και παραγόντων της δημόσιας ζωής έχουν επανειλημμένως κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου. Το μήνυμα είναι κοινό. Εξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ασύμφορη. Εξοδος άνευ συμφωνίας είναι καταστροφική.
Αλλά όλες αυτές οι προειδοποιήσεις πέφτουν σε ώτα μη ακουόντων. Περίπου ένας στους δύο Αγγλους πιστεύει πως απόλυτη προτεραιότητα έχει η έξοδος της Αγγλίας από την Ε.Ε. και ας καεί η γη ύστερα από αυτό. Και το ερώτημα τώρα είναι πού οφείλεται αυτός ο άγνωστος για την Αγγλία φανατισμός, η τυφλή πεποίθηση στην ορθότητα των αδιαπραγμάτευτων απόψεών τους;
Η απάντηση ατυχώς έχει να κάνει με την άνοδο του λαϊκισμού σε όλες τις γωνιές του κόσμου, από την Μπραζίλια έως τη Βουδαπέστη και από τη Ρώμη έως τη Μανίλα.
Είναι η έκφραση της αποξένωσης των φτωχών από το κατεστημένο, την οικονομική και πολιτιστική ελίτ, και της εχθρότητας που τη διαδέχθηκε ύστερα από την κρίση του 2008, που χτύπησε τη φτωχολογιά πολύ περισσότερο από τη μεσαία τάξη.
Είναι η συνέπεια της απώλειας κάθε ελέγχου της δημόσιας ζωής, ο οποίος έχει περάσει πλήρως στα χέρια των υπερπλούσιων και των φιλελεύθερων πτυχιούχων, των οποίων οι αξίες είναι διαμετρικά αντίθετες από τις δικές τους, και της αποξένωσής τους από τη ζωή όπως την ήξεραν, που ήρθε ως συνέπεια της παγκοσμιοποίησης και της εισαγωγής μιας απλησίαστης τεχνολογίας. Είναι τελικά το κύμα της μετανάστευσης που μετέτρεψε τις συνοικίες τους σε γειτονιές Πολωνών ή μουσουλμάνων.
Το αίσθημα είναι ότι οι άνθρωποι, αντί να βαδίζουν προς τα εμπρός, πάνε προς τα πίσω. Τους σπρώχνουν πίσω η ηλικία τους εάν έχουν περάσει τα 50 και η υπό τις σημερινές συνθήκες ανεπαρκής παιδεία τους.
Οι οικονομικές συγκυρίες, συμπεριλαμβανομένης της αποβιομηχανοποίησης της βόρειας Αγγλίας, είναι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας, όπως και το χάσμα μεταξύ των πατροπαράδοτων αξιών τους και των αναπόφευκτων κοινωνικών αλλαγών.
Μια άλλη συνέπεια όλων αυτών είναι ο τερματισμός των πολιτικών δεσμών τους με την Κεντροαριστερά ή την Κεντροδεξιά, που έλεγχαν την Ευρώπη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και η μείωση της παραδοσιακής αντίθεσης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.
Τα αισθήματα αυτά έχουν τέτοιο βάθος που μερικοί τα συγκρίνουν με εκείνα που οδήγησαν στην μπολσεβίκικη επανάσταση του 1917. Τα ίδια αισθήματα εξηγούν και την αντίθεσή τους στους διεθνείς οργανισμούς, με τους οποίους δεν έχουν καμία σύνδεση και στους οποίους πιστεύουν ότι η χώρα έχει παραδώσει αυτό που ονομάζεται εθνική κυριαρχία. Η Ε.Ε. έγινε έτσι ο αποδιοπομπαίος τράγος, ο ένοχος για όλες τις συμφορές τους.
Η παγκοσμιοποίηση έχει ίσως ήδη φτάσει στα όριά της και αυτό που βλέπουμε τώρα είναι μια αντίστροφη πορεία που μας φέρνει πίσω στον προστατευτισμό υπό τη σημαία του εθνικισμού. Αλλά ο εθνικισμός των Αγγλων ακροδεξιών έχει τα δικά του ιδιόμορφα χαρακτηριστικά.
Είναι προϊόν της αδυναμίας τους να αποδεχθούν το τέλος της αυτοκρατορίας και της κρίσης ταυτότητας που τους δημιουργεί η έλλειψη της μοναδικότητας την οποία γνώρισαν σε άλλες εποχές, τότε που κανένας δεν ήταν ίσος με αυτούς.
Και η κρίση εντείνεται σήμερα διότι, όπως πιστεύουν, εντός της Ε.Ε. η Βρετανία χάνει τη μοναδικότητα του παρελθόντος και την παγκόσμια ηγεμονία που προφανώς της έχει προσφέρει ο Θεός.
Η εκστρατεία τους για την αποχώρηση της χώρας από την Ε.Ε. τροφοδοτείται, μοιραία θα μπορούσε να πει κάποιος, από τη μυθολογία μιας Αγγλίας υπερήφανης, που στάθηκε μόνη της εναντίον της Ισπανικής Αρμάδας και του Αδόλφου Χίτλερ και νίκησε. Μια τέτοια χώρα, έστω και εάν ταπεινώθηκε το 1956 στο Σουέζ, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ίσος από τους υπόλοιπους εταίρους της στην Ευρώπη. Υπό την ίδια σκέπη στεγάζεται και η ξενοφοβία τους.
Οπως ο Ντόναλντ Τραμπ κάλεσε τους Αμερικανούς να κάνουν πάλι μεγάλη την Αμερική, οι Αγγλοι ακροδεξιοί καλούν και αυτοί τον λαό να κάνει πάλι μεγάλη τη Μεγάλη Βρετανία.
Το ερώτημα ύστερα από όλα αυτά είναι γιατί ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ηγέτης του Εργατικού Κόμματος, δεν αντιστέκεται επαρκώς στην εκστρατεία της Ακροδεξιάς να τραβήξει τη Βρετανία έξω από την Ε.Ε.
Ισως διότι, όπως κι εγώ κατά τη δεκαετία του ’80, βλέπει την Ευρωπαϊκή Ενωση ως συνασπισμό των καπιταλιστικών υπερδυνάμεων της Ευρώπης στον οποίο πρέπει όλοι να αντιταχθούμε. Ή ίσως διότι πρωταρχικός του στόχος είναι να κερδίσει τις επόμενες εκλογές με την υποστήριξη της αδικημένης φτωχολογιάς κυρίως στην αποβιομηχανοποιημένη βόρεια Αγγλία, που δεν θα την έχει εάν αντιταχθεί στην έξοδο της χώρας από την Ε.Ε.
Η επιλογή του είναι, κατά τη γνώμη μου, λανθασμένη διότι, εάν όχι για άλλους λόγους, το 70% των μελών του Εργατικού Κόμματος είναι κατά της εξόδου της χώρας από την Ε.Ε.
Πέραν αυτού, η Ε.Ε. πρέπει σίγουρα να εκδημοκρατιστεί και να γίνει Ευρώπη των λαών και όχι των μονοπωλίων. Αλλά στη φάση αυτή, προτεραιότητα δεν έχει ο αγώνας κατά των μονοπωλίων, αλλά κατά του εθνικιστικού λαϊκισμού, που κερδίζει έδαφος σε όλη την Ευρώπη και οδηγεί σε καταστάσεις όμοιες με αυτές που γνωρίσαμε την εποχή του ’30.
Και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που οι Βρετανοί, όπως είπε ο πρώην πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, πρέπει να «ξεσηκωθούν». Αλλά και αυτό να γίνει, η κρίση δεν θα ξεπεραστεί.
Η χώρα έχει διχαστεί σε βαθμό πρωτόγνωρο και οι πληγές που έχουν ανοίξει δεν θα κλείσουν εύκολα.
Οι Σκοτσέζοι, οι Βορειοϊρλανδοί και εν μέρει οι Ουαλοί δεν θα βιαστούν να ξεχάσουν την αλαζονεία των Αγγλων, η πλειοψηφία των οποίων τάχθηκε υπέρ της αποχώρησης από την Ε.Ε., οι νέοι τον συντηρητισμό των ηλικιωμένων, οι κάτοικοι των πόλεων την οπισθοδρομικότητα αυτών που ζουν στην περιφέρεια, οι άνθρωποι με πτυχία την εχθρότητα των στερούμενων πανεπιστημιακά πιστοποιητικά, οι δημοκράτες τις βίαιες επιθέσεις των φασιστών ή τα μέλη του Εργατικού Κόμματος τις κομματικές σκοπιμότητες του Κόρμπιν.
Ακόμη και ένα νέο δημοψήφισμα, που ως ιδέα κερδίζει συνεχώς και περισσότερους υποστηρικτές, δεν θα γεφύρωνε εύκολα το χάσμα. Αντιμετωπιζόμενο ως προδοσία, θα έβρισκε αντιμέτωπους στους δρόμους τους υπέρμαχους της αποχώρησης από την Ε.Ε., με μόνο αποτέλεσμα, όπως λένε πολλοί, να ρίξει γκαζολίνη στη λαϊκιστική φωτιά. Αυτό που κέρδισαν οι λαϊκιστές με το δημοψήφισμα πριν από δύο χρόνια δεν θα το χάσουν εύκολα προς όφελος του «κατεστημένου».
Η Βρετανία θα είναι, όπως φαίνεται, στο φως της επικαιρότητας για κάμποσο καιρό!