Οι δρόμοι γύρω από το σπίτι είχαν μετατραπεί σε παγοπίστα έπειτα από μια νύχτα με χιονόπτωση και μια ημέρα με παγωμένο ήλιο που σχεδόν τίποτα δεν κατάφερε να λιώσει. Ισως λίγη από την αφράτη επιφάνεια του λευκού καλύμματος.
Τα αυτοκίνητα χρειάζονταν κανονικά αλυσίδες. Ο δήμος είχε ρίξει αλάτι μόνο στις κεντρικές οδούς, για να μπορούν να κινούνται τα λεωφορεία που συνέδεαν το κέντρο της πόλης με τα προάστια, αλλά και τα αυτοκίνητα όσων δεν μπορούσαν να μείνουν σπίτι.
Είχε καθίσει σε ένα χαμηλό σκαμνί πλάι στην μπαλκονόπορτα, είχε σκεπάσει τα πόδια της με ένα μάλλινο καρό κουβερτάκι και έπινε ζεστό, σχεδόν καυτό τσάι με λικέρ κανέλας και άρωμα περγαμόντο. Είχε επιστρέψει νωρίς από τη δουλειά – δεν ένιωθε πολύ ασφαλής όταν έπρεπε να οδηγεί βράδυ σε παγωμένους δρόμους.
Τώρα απολάμβανε τη θαλπωρή του σπιτιού και παρατηρούσε το περιβάλλον έξω. Είχε νυχτώσει πια, αλλά το παχύ στρώμα χιονιού στα κλαδιά των δέντρων, στο μπαλκόνι και στις οροφές των αυτοκινήτων φώτιζε τον δρόμο. Ενιωθε πολύ κουρασμένη, νύσταζε, αλλά δεν ήθελε να πάει για ύπνο. Το προηγούμενο βράδυ είχε κοιμηθεί λίγο. Από τον ενθουσιασμό της που χιόνιζε· δεν είχε δει στρωμένο χιόνι εδώ και χρόνια.
Ξύπνησε ξημερώματα από την ησυχία και έτρεξε να το απολαύσει από το παράθυρο να κάνει το θαύμα του: να ομορφαίνει ό,τι σκεπάζει. Σαν την καλοσύνη*, όπως έλεγε ο Λιβανέζος ποιητής που μόλις πρόσφατα τον είχε ανακαλύψει.
Λίγο η ομορφιά, λίγο η ησυχία και η γαλήνη, κάτι λίγο και το λικέρ κανέλας με άρωμα περγαμόντο, βρέθηκε να ακουμπάει το κεφάλι της στο μπράτσο του καναπέ όπως σε έναν αγαπημένο ώμο. Τράβηξε την κουβέρτα και σκεπάστηκε περισσότερο, σαν κουβαράκι από λευκό και κόκκινο και μαύρο μαλλί πλεξίματος. Ή σαν χιονόμπαλα που κάποιος την ετοίμασε για τον ευγενή πόλεμο, αλλά ξέχασε να την εκτοξεύσει.
Χτύπησε το τηλέφωνο· δεν απάντησε. Χτύπησε κάποιος το κουδούνι· δεν άνοιξε. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν, δεν ήθελε να πει κουβέντα. Το μόνο που επιζητούσε ήταν να απολαύσει τη σιωπή του χιονιού. Να μείνει μόνη με τις σκέψεις της, που κι αυτές είχαν γίνει ελαφρές σαν νιφάδες, ή σαν τα σύννεφα που τις απελευθέρωσαν. Επινε γουλιά γουλιά το τσάι της και κοίταζε έξω.
Εγερνε το κεφάλι στον φιλόξενο «ώμο» του καναπέ και άφηνε τα μάτια να περιπλανιούνται στα κλαδιά της ακακίας που κρατούσαν πάνω τους δυσανάλογο για το πάχος τους χιόνι, στο κίτρινο φως της λάμπας, στη γωνία του δρόμου, στο λευκό στρώμα που έκρυβε το μωσαϊκό στο μπαλκόνι. «Αύριο, με το πρώτο φως του ήλιου, όλα θα χαθούν», σκεφτόταν, «όλα θα απολέσουν τις καμπύλες τους και θα γεμίσουν ξανά οξείες γωνίες και κοφτερές άκρες. Και η γαλήνια σιωπή θα εξαφανιστεί».
Η ιδέα αυτή τη στενοχώρησε λίγο, αλλά δεν μπορούσε να αντιδράσει· και τι να έκανε; Το χιόνι μόνο του ήρθε, μόνο του θα έφευγε. Ενιωθε μια βαθιά επιθυμία: να του πει ένα μυστικό που λίγοι ήξεραν και ακόμη λιγότεροι θα καταλάβαιναν.
Το χιόνι μπορούσε να είναι ευγενικό, εχέμυθο, δεν θα έκρινε και δεν θα έκανε διακρίσεις. Θα την άκουγε, δεν θα ρωτούσε τίποτα. Ούτε πώς και πότε και γιατί, ούτε ναι μεν και αλλά.
Αφησε τον «ώμο» της, τυλίχτηκε καλά την κουβέρτα και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Εκανε μερικά υπόκωφα βήματα. Κοίταξε ψηλά. Στην αρχή είπε να φωνάξει. Αλλαξε γνώμη. Δεν θα ταίριαζε στις συνθήκες. Αργά, σχεδόν ψιθυριστά, είπε έξι ή επτά λέξεις. Δεν περίμενε απάντηση. Ηταν βέβαιη ότι θα έβρισκαν τον αποδέκτη τους.
Μετά μπήκε ξανά μέσα, έκλεισε την πόρτα, κάθισε στο σκαμνάκι της, κουκουλώθηκε ξανά και ακούμπησε στον καναπέ. Και συνέχισε να παρατηρεί το ευγενές μετέωρο, ώσπου άρχισαν να κλείνουν τα μάτια της και αποφάσισε να πάει στο κρεβάτι.
* «Η καλοσύνη είναι σαν το χιόνι: ομορφαίνει ό,τι καλύπτει», Xαλίλ Γκιμπράν