Οι αναλύσεις για το 2019 θυμίζουν δελτίο καιρού: μετρούν «τα σύννεφα που πυκνώνουν πάνω από την παγκόσμια οικονομία». Εν μέσω νεφών, το δίλημμα για το εκλογικό 2019, που τίθεται από τον Μακρόν μέχρι τον Τσίπρα, λέει συνοπτικά: «Απογοητευτήκατε, αλλά σκεφτείτε: Η Λεπέν ετοιμάζει ένα ρατσιστικό αστυνομικό κράτος. Η Ν.Δ. πολιτεύεται ως σοβαρή Χρυσή Αυγή. Στην Ευρώπη οικοδομείται μια Μαύρη Διεθνής. Η Αυστρία ψήφισε 12ωρο, η Δανία εξορίζει μετανάστες σε ξερονήσια. Δείτε τον Ερντογάν και τον Τραμπ. Ή εμείς, λοιπόν, ή τα χειρότερα».
Η Λεπέν, φυσικά, δεν είναι επινόηση του Μακρόν· ούτε οι Μακεδονομάχοι απλά «προπαγάνδα» του Τσίπρα. Ομως το δίλημμα δεν είναι πραγματικό: το μεγαλύτερο Κακό είναι ήδη εδώ. Δεν επιβάλλεται με πραξικόπημα ή από τα «άκρα». Σέβεται τους εκλογικούς κανόνες. Στηρίζεται στους θεσμούς. Και είναι απολύτως συμπληρωματικό στο «μικρότερο».
Δεν ισχύει το «ή Μακρόν ή Λεπέν»: ήδη πριν από τον Μακρόν, η Γαλλία είχε και μακρονισμό στην οικονομία και κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην καθημερινή πολιτική. Δεν είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ φράγμα στην Ακροδεξιά: η συνεχής μετατόπισή του προς τα δεξιά «άδειασε» εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που βρίσκονταν σε κίνηση μεταξύ 2006 και 2015. Κι η ίδια έκανε τα «εθνικά» και την «ασφάλεια» σημαίες ευκαιρίας, για να κινητοποιεί η Ν.Δ. τον δικό της «λαό»: για να κάνει διακριτή, και αποδεκτή με πλειοψηφικούς όρους, μια πολιτική ταξικού μίσους. Δεν εξηγεί το ανύπαρκτο χάρισμα του Μητσοτάκη τη δημοσκοπική υπεροχή του, αλλά αυτή η διπλή κίνηση: απόσυρση του «λαού της Αριστεράς», αντεπίθεση του «λαού» της Ιδιοκτησίας.
Καθώς η κρίση συνεχίζεται, οι φετινές εκλογές θα θυμίζουν το 2012: Μια Δεξιά εμφυλιακή, ένας αστερισμός από κόμματα και κομματίδια στα δεξιότερα, ένας γαλαξίας Μέσων υπέρ της ακροδεξιάς ατζέντας. Κι ένα σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα ανίκανο να αλλάξει το κλίμα κινητοποιώντας δυνάμεις – παρά τα επιδόματα, τα virtual reality εγκαίνια, τη σκανδαλολογία. Θα μοιάζει 2012: δεν θα είναι. Θα λείπει μια Αριστερά που να θέτει το κοινωνικό ζήτημα: ένα αξιόπιστο «ή εμείς ή αυτοί».
Οσο η σύγκριση γίνεται μόνο με τα χειρότερα, όσο οι προσδοκίες μένουν στα όρια που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ για να μείνει στην κυβέρνηση, η Ν.Δ. θα πείθει πως οι κυβερνώντες είναι οι κομμουνιστές στην εξουσία (!). Αντίστοιχα, πολλοί φιλοκυβερνητικοί θα θεωρούν και την ιδέα ακόμα μιας αριστερής αντιπολίτευσης ανεύθυνο αναρχοκομμουνισμό.
«Μα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τελείωσε το “πρόγραμμα”;». Ναι: Παρατείνοντας την ενισχυμένη εποπτεία και τις αξιολογήσεις. Συνεχίζοντας να ιδιωτικοποιεί υποδομές στρατηγικής σημασίας. Συμφωνώντας πλεονάσματα 3,5% ώς το 2022 και 2% ώς το 2060. Επιδιώκοντας να επιστρέψει στον δανεισμό. Διεκδικώντας… το Μουντιάλ (!), με ό,τι αυτό σημαίνει για το δημόσιο χρέος.
«Δεν μειώθηκαν τουλάχιστον η ανεργία και η αδήλωτη εργασία;». Περίπου: μόνο στους πρώτους οκτώ μήνες του 2018, το 61% των νέων προσλήψεων αφορούσε θέσεις μερικής και εκ περιτροπής εργασίας (βλ. ΙΝΕ-ΓΣΕΕ 2018).
«Αποφύγαμε, όμως, μειώσεις συντάξεων». Ναι: έπειτα από συνεχείς μειώσεις. Μειώνοντας, φέτος, τις κρατικές ασφαλιστικές εισφορές. Τριχοτομώντας τη σύνταξη (εθνική, ανταποδοτική, προσωπική διαφορά). Διευκολύνοντας, δηλαδή, νέες μειώσεις από τις επόμενες κυβερνήσεις.
«Αυξάνεται ο κατώτατος μισθός!». Πιθανόν. Ομως οι μισθοί δεν επιστρέφουν στα προ κρίσης επίπεδα. Μένουν κάτω από τα επίπεδα της παραγωγικότητας. Τους ροκανίζει η μείωση του αφορολόγητου. Και ήδη στον ιδιωτικό τομέα ένας στους τρεις «ζει» με 300 ευρώ.
«Δεν φορολόγησε ο ΣΥΡΙΖΑ τη μεγάλη περιουσία;». Πώς; Καταργώντας, ταυτόχρονα, την προστασία της πρώτης κατοικίας, μέχρι νεωτέρας. Αφήνοντας ασύδοτο το airbnb. Πετυχαίνοντας τους στόχους για τα φορολογικά έσοδα χάρη στους έμμεσους φόρους – από τους φτωχότερους. Και μειώνοντας τη φορολογία μερισμάτων μετόχων και επιχειρήσεων: κάνοντάς το, η Ν.Δ. ζητά απλά «πιο γρήγορα».
«Τουλάχιστον σεβάστηκε δικαιώματα και ελευθερίες». Ολων; Ρωτήστε τους ακτιβιστές κατά των πλειστηριασμών, όσους ψεκάστηκαν από τις αύρες της αστυνομίας ή τους αναρχικούς, που ξυλοφορτώνονται ή ανακρίνονται «προληπτικά».
«Δεν μπήκαν τα προσφυγάκια στα σχολεία;». Κατά κάποιον τρόπο. Ομως στη Μόρια μετρούν νεκρούς. Στα σύνορα οι καταδιώξεις κοστίζουν ζωές μεταναστών. Στον Εβρο συνεχίζονται οι επαναπροωθήσεις. Και στη θάλασσα εκπαιδεύονται Λίβυοι για την αντιμεταναστευτική επιχείρηση EUNAVFOR Med Sophia.
«Δεν κλείνουν οι “Πρέσπες” μια πληγή 26 χρόνων;». Το ευχόμαστε – κι ας επιβάλλουν ετσιθελικά όνομα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Δικαιολογεί αυτό τα παιχνίδια με τη φωτιά στο Αιγαίο για τις ΑΟΖ – με τη στήριξη ΗΠΑ, Αιγύπτου, Ισραήλ, Γαλλίας και Κύπρου; Ή δικαιώνεται το 1 δισ. $ προς αναβάθμιση των F-16 – χώρια τα σχέδια για φρεγάτες από Γαλλία, Αυστραλία και ΗΠΑ;
Δεν είναι όλα «μνημονιακές απαιτήσεις»: Η θλιβερή ΕΡΤ. Οι κυβιστήσεις των υπουργών Παιδείας. Το «πάγωμα» των νέων βιβλίων Ιστορίας. Η φάρσα του χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας.
Προφανώς οι κατάρες στην «κυβερνώσα Αριστερά» δεν αρκούν: η ισχύς προϋποθέτει περισσότερα από την αποδόμηση. Επιμένουμε όμως: όπως δείχνει η Ιταλία, ο κεντρώος «ρεαλισμός» δεν εμποδίζει, αλλά διευκολύνει, την απεύθυνση της Ακροδεξιάς με πλειοψηφικούς όρους. Αφενός, όσο το σημερινό ευρω-Κέντρο δεν βρίσκει απέναντι μαχητικά κινήματα σαν τα «κίτρινα γιλέκα». Αφετέρου, όσο καταξιώνεται ως «Αριστερά» απλά… ό,τι δεν είναι Ακροδεξιά. Αλλοτε κόμματα του «μικρότερου κακού», όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλοτε αρχηγικά –και πάλι– κόμματα, που υπόσχονται νέες, αποδεδειγμένα ανέφικτες, συμφωνίες με τις «ελίτ». Αλλοτε κόμματα γενικώς «του λαού», όπως διάφορα και στα καθ’ ημάς.
Χρειαζόμαστε μια νέα Αριστερά: σ’ αυτή την προσπάθεια θέλει να συμβάλει η «Συνάντηση για μια αντικαπιταλιστική διεθνιστική Αριστερά» στα πρώτα της βήματα ως πολιτική κίνηση, μετά την Πανελλαδική Συνέλευση στις 8 και 9 Δεκεμβρίου.
Αντικαπιταλιστική σημαίνει Αριστερά που να μην επιδιώκει τη «σταθεροποίηση» του καπιταλισμού – να αποσπά δηλαδή λίγα για να εκχωρήσει περισσότερα. Να μην είναι, όπως όλοι, «υπέρ των φτωχών», αλλά και «εναντίον των πλούσιων» – ακόμα και αυτών της «υγιούς επιχειρηματικότητας». Διεθνιστική, δηλαδή πρώτα απέναντι στο «δικό μας» κράτος και το «δικό μας» κεφάλαιο· όχι για την ανταγωνιστικότητα της «εθνικής οικονομίας» και τα «εθνικά δίκαια». Της Αριστεράς, άρα ανοιχτή στον ευρύτατο –μολονότι κατακερματισμένο– χώρο της ανταγωνιστικής Αριστεράς, με επίγνωση των ορίων και των δυνατοτήτων όλων των εκδοχών της. Αλλά ανοιχτή, γιατί μόνο έτσι έχουμε σοβαρές πιθανότητες να αποφύγουμε τη μετατροπή μας σε ανθρώπινη σκόνη: ξανακάνοντας θεμελιώδη έννοια της αριστερής πολιτικής την εκμετάλλευση – όχι όσα «δικαιώματα» επιτρέπουν κράτος και Εκκλησία.
Χρειαζόμαστε μια συγκεκριμένη πολιτική από σήμερα: Οχι για να στηρίζει, αλλά για να αφαιρεί από τις τράπεζες. Οχι για ένα φορολογικό σύστημα δικαιότερης κατανομής άμεσων φόρων, αλλά, σταδιακά, για την πλήρη κατάργηση των έμμεσων. Οχι για την ανακατανομή της λιτότητας, αλλά για τη ριζική αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου, πριν από την «έλευση της αταξικής κοινωνίας». Οχι για την «ανάπτυξη», αλλά διεκδικώντας κάθε νομοθετική δυνατότητα για απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, υπέρ των αλληλέγγυων και αυτοδιαχειριστικών εστιών.
Ας μην περιμένουμε τη βαρβαρότητα: είναι ήδη εδώ. Και θα κερδίζει έδαφος όσο μένει εκτός συζήτησης το τέλος του καπιταλισμού. Αγνοώντας την προειδοποίηση αυτή της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η ανθρωπότητα πλήρωσε την αλήθεια της πρόγνωσής της με δεκάδες εκατομμύρια θύματα πολέμων, ιμπεριαλιστικών πολιτικών και καπιταλιστικών κρίσεων. Το δίλημμα της Λούξεμπουργκ αποκτά σήμερα διαστάσεις αποκάλυψης, με τη βιβλική έννοια. Μπροστά του, τα διλήμματα των καθεστωτικών «προοδευτικών» συνιστούν ανέκδοτο.