Κάποια βράδια, ιδίως στο τέλος μουντών χειμωνιάτικων ημερών, οι πωλητές του μεγάλου πολυκαταστήματος δεν πηγαίνουν κατευθείαν στα σπίτια τους. Μπαίνουν στη διπλανή στοά που βρίσκεται μια μικρή ταβέρνα. Δεν πεινάνε, ούτε θέλουν να πιουν.
Είναι όμως μεγάλη απόλαυση γι’ αυτούς να βρίσκονται εκεί μετά τη δουλειά, να ανταλλάσσουν τσιγάρα, ποτά και πειράγματα. Και κυρίως να δίνουν μια μικρή προέκταση στη μέρα. Μια μέρα που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν μόνο δουλειά, ορθοστασία, ατέλειωτα «ευχαριστώ» και άλλα τόσα «παρακαλώ».
Οι πωλητές είναι ας πούμε… μια παρέα πολλών διαφορετικών ανθρώπων, γυναικών και αντρών διαφόρων ηλικιών, διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου, που τους ενώνει ένα πράγμα: ζουν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας κάτω από την ίδια στέγη. Αυτό τους δίνει την εντύπωση πως ανήκουν όλοι στην ίδια μεγάλη οικογένεια. Μαζί και διαφορετικοί.
Να τώρα, μια όμορφη νεαρή κοπέλα με πολλά σκουλαρίκια στα αυτιά και έντονο κραγιόν πίνει το κρασί της δίπλα στον εβδομηντάχρονο θυρωρό και του εξηγεί με ύφος σοβαρό και μεγάλη σπουδή τον ρόλο που παίζει ο ωροσκόπος στη ζωή του. Και ο νεαρός με το καλοσιδερωμένο πουκάμισο από το τμήμα των ακριβών ρολογιών προσπαθεί να πείσει τη μεσόκοπη κυρία των βαφών πως μόνο ο καπιταλισμός και η ατομική εξέλιξη θα σώσει τον κόσμο. Εκείνη είναι τελείως αντίθετη, αναποδογυρίζει τα βλέφαρα δυο φορές, και απειλεί πως θα τον λούσει με την μπίρα της αν δεν σταματήσει να την πιπιλίζει, ενώ οι υπόλοιποι γελάνε δυνατά.
Είναι αδύνατον να βρεθείς στην ίδια ταβέρνα αυτή τη συγκεκριμένη ώρα, που μόλις έχουν κατεβάσει ρολά τα μαγαζιά της πόλης, και να μην αποσπάσει την προσοχή σου το περίεργο αυτό μείγμα ανθρώπων. Ετσι είναι πιθανό να ακούσεις και πράγματα που θα σε κάνουν να ξανασκεφτείς τι είδους πελάτης είσαι. Ο πελάτης «θα μου κατεβάσεις όλο το μαγαζί και δεν θα ψωνίσω τίποτα», ο πελάτης «ήρθα να ξεσπάσω τα νεύρα μου σε σένα», ο πελάτης «ήρθα να μιλήσω σ’ έναν άνθρωπο, να του πω τα εσώψυχά μου», ο πελάτης «βιάζομαι, φέρε ό,τι να ’ναι», ο αγενής, ο ευγενικός, ο ψαρωτικός, ο ξερόλας, κ.λπ. κ.λπ..
Τους ακούω να διηγούνται στιγμιότυπα της μέρας που πέρασε και παρά το ότι υπάρχει μια χαλαρή και διασκεδαστική ατμόσφαιρα διακρίνω μια πίκρα στην άκρη των χειλιών. Εχουν τα δίκια τους, σκέφτομαι. Αύριο τα χείλη αυτά θα πρέπει και πάλι να χαμογελούν ευγενικά στους περίεργους πελάτες. Είναι σημαντικό όμως πως στο απέναντι τμήμα ένας συνάδελφός τους θα τους κλείσει το μάτι και θα τους θυμίσει πως αυτό δεν είναι παρά μια δουλειά. Τα ωραία περιμένουν μετά, αλλού, αλλά και σε βραδιές σ’ αυτή την ταβέρνα, με παρέα ανθρώπους που η ζωή τα έφερε να τους λες και καμιά φορά οικογένειά σου.