Νομίζω ότι είναι πια καιρός να εκφράσω την ταπεινότητά μου λέγοντας πως δεν διαφέρω σε τίποτα από τους υπόλοιπους ματαιόδοξους νάρκισσους του κόσμου τούτου.
Ναι. Τον εαυτό μου σκεφτόμουν καθώς άκουγα προχθές τις ομιλίες στη Βουλή, στη «συζήτηση» για το αν θα δώσουν οι βουλευτές ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Και ναι, σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξα. Κάπου βαθιά μέσα μου και πλατιά όξω μου, ταυτίστηκα. Τελικά ίσως να μη διαφέρω και πολύ από την αυτή ταπεινότητα μιας κοινότοπης ματαιοδοξίας που επέδειξαν αρκετοί από τους ομιλούντες και ακόμη περισσότεροι από τους σιωπώντες, μα δεόντως χειροκροτούντες.
Το πόσες φορές ακούστηκε το «εγώ» στην αίθουσα ήτο εντυπωσιακό: «Εγώ, που τα ‘λεγα», «Εγώ, που τα ‘κανα», «Εγώ που σας έκανα», «Εγώ που θα σας κάνω και θα σας δείξω», «Εγώ που θα κάνω και θα δείξω». Πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων, η εγωπάθεια κατέλαβε το Κοινοβούλιο. Μαζί της και η κτητικότητα. Δεν ήταν συζήτηση στη Βουλή αυτό – το «Power of love» ήταν: αυτός είναι δικός μου, κάτω τα χέρια – αυτή μου ανήκει, δεν σ’ τη δίνω – εγώ σε αγάπησα, πού πας να μου φύγεις; – σε μένα λογοδοτείς, εδώ θα μείνεις.
Μαζί με τους έρμους τους κομματικούς βουλευτές, η μπάλα πήρε και τον λαό. «Ο λαός ξέρει…», «Ο λαός θέλει…», «Ο λαός θυμάται…», «Ο λαός ζητά…». «Ποιος λαός ξέρει, μωρέ; Ποιος θέλει; Πότε πρόλαβε να μάθει; Μεταξύ Μενεγάκη και καφετέριας; Ποιος λαός θυμάται; Ποιος διεκδικεί; Ποιος λαός σκέφτεται; Και ποιος τον σκέφτεται;», έσκουζε μια φωνή μέσα μου.
Τότε το ένιωσα, και μάλιστα πατόκορφα. Από το κεφάλι κατέβηκε στον λάρυγγα, αγκάλιασε καρδιά και αρτηρίες και έπεσε με δύναμη στο στομάχι: τελικά, δεν διέφερα και πολύ απ’ όλους αυτούς τους λαογνώστες. Εξ αυτού μιλούσαμε όλοι, μα αφ’ εαυτών.
Το να κρίνεις ένα φαινόμενο, χρησιμοποιώντας ωστόσο όρους του ίδιου του φαινομένου όχι μόνο δεν δίνει λύση στο πρόβλημα – είναι το ίδιο πρόβλημα! Ακριβώς γιατί συνδιαλέγεσαι με αυτό όντας ήδη κομμάτι του. Από την άλλη, για να το κρίνεις (πόσο μάλλον για να το αλλάξεις) πρέπει να γίνεις κομμάτι του. Αν δεν το γνωρίσεις εκ των έσω, πώς; Αλλά και αν γίνεις αυτό το ίδιο, πάλι, πώς;
Σαν πολλά μπουρδουκλωμένη νιώθει η Ταπεινότητά μου και καθόλου καλά δεν αισθάνομαι. Βρε, λες να είχε δίκιο ο Αλμπέρ Καμί στον «Ξένο» του;
Γάλλος φιλόσοφος είναι ο Καμί και συγγραφέας και σκηνοθέτης και ηθοποιός και κούκλος και νομπελίστας. Πλέον, και νεκρός. Αδικο τέλος είχε και πολύ νωρίς. Πρόλαβε όμως κι έκανε παπάδες. Στον «Ξένο» παρουσιάζει «τον μόνο Χριστό που μας αξίζει», όπως λέει. Εναν τύπο απόλυτα εγωιστή μα και ήρωα της αυταπάρνησης, απάνθρωπο μα κι ευαίσθητο. Ο Ξένος αρνείται να ενταχθεί, ζει στις παρυφές της κοινωνίας, μη αποδεχόμενος τους δεσμούς που επιδιώκουν να του επιβάλλουν «από τα έξω». Κάπως έτσι, χάνει και το μέσα. Κι έτσι ξανακάπως, παραμένει καταδικασμένος επειδή «δεν παίζει μεν το παιχνίδι τους, δεν ανήκει και σε αυτό δε».
Υπέροχε Αλμπέρ! Δεν αποδέχτηκε ποτέ τον χαρακτηρισμό του υπαρξιστή (αν και ψιλοήταν), αλλά καταφχαριστήθηκε τη θεώρηση πως τα βιβλία του ήταν το υπόδειγμα της φιλοσοφίας του παραλόγου!
Εξω από την κοινωνία, γίνεσαι απάνθρωπος. Οπότε να την αλλάξεις δεν. Μέσα στην κοινωνία, γίνεσαι η κοινωνία, συνήθως (πολύ συνήθως όμως) ως ένα εγωπαθές, προβληματικό κομμάτι της. Οπότε πάλι δεν. Αλλά ως άνθρωπος φέρεις και τη λογική ικανότητα. Και τι κάνεις; Δομείς τη φιλοσοφία του παραλόγου! Κοινώς, δίκοπο μαχαίρι. Που και πάλι… δεν.
«Γιατί λες μπράβο γιε μου; Τι έκανα;», ρώτησε με ειλικρινή απορία η γιαγιά Μαρίτσα τον δημοσιογράφο που εκθείασε την πράξη της ν’ αγκαλιάσει τους «ξένους» σαν μάνα, μαζί με άλλες συγχωριανές της. Ετσι απλά, χωρίς αναλύσεις, δίχως αναρτήσεις, με μία ερώτηση έδωσε την απάντηση. Στην Ιστορία του παραλόγου, στην Κοινωνία του μονολόγου.
Συχωρέθηκε η γιαγιά Μαρίτσα. Μα οι λέξεις της αυτές σε μας έδωσαν συχώρεση.
Συχώρεση, απάντηση, ίσως και μια ανάσα.