Όταν σκέφτεσαι να πας κάπου εξετάζεις τρία πράγματα τουλάχιστον: ποιοι θα είναι, γιατί γίνεται και πού θα είναι. Με βάση αυτά έτσι κι αλλιώς καταλήγεις και στο «τί να φορέσω».
Όταν μια Κυριακή επιλέγει τελικά κανείς να βρεθεί ανάμεσα σε ένα πλήθος το οποίο έχει στην καλύτερη ασαφή πολιτικά και ταξικά περιεχόμενα και ως μοναδικό και ξεκάθαρο συνεκτικό στοιχείο τον εθνικιστικό χαρακτήρα του…. είναι σαφές ότι συμμετέχοντας κάποιος, η πολιτική επιλογή που κάνει, είναι ο εθνικισμός.
To Μακεδονικό και η επικείμενη ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών φέρνουν τελικά στην επιφάνεια τον βαθιά ριζωμένο και λανθάνοντα εθνικισμό μεγάλου τμήματος της κοινωνίας.
Τσολιάδες, μακεδονομάχοι και ακτιβιστές της ορθοδοξίας ξεσκονίζουν τις στολές τους και με καμάρι παρελαύνουν για να δείξουν την οργή και τη δυσαρέσκειά τους στο «ξεπούλημα» της Μακεδονίας τους. Αυτής δηλαδή της γεωγραφικής περιοχής που διαχρονικά είναι διαμοιρασμένη σε χώρες των Βαλκανίων.
Που εξαντλείται όμως η γραφικότητα και πού αρχίζει η ξεκάθαρη πολιτική έκφραση του εθνικισμού; Γιατί καλύτερο ξέπλυμα για την ακροδεξιά από την προσπάθεια αποπολιτικοποίησης των ξεκάθαρων πολιτικών χαρακτηριστικών της, δεν υπάρχει. Έτσι παρατηρούμε να προκρίνονται και όροι που σαν χυλός είναι κενοί νοήματος αλλά γεμάτοι πολιτική νομιμοποίηση.
Αυτό ακριβώς προσδίδει τόσο ο «λαός» και οι «απλοί πολίτες», μέχρι και η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, το«έλα μωρέ, κάποιοι γραφικοί είναι».
Είναι άραγε ο νεοσυντηρητισμός της δήθεν συμφιλίωσης και αυτή η ιδιότυπη πολιτική ορθότητα της ευγένειας, – μην και κακοκαρδίσουμε ακόμα και ανθρώπους από τον περίγυρό μας – ικανά για να κλείνουμε τα μάτια και να μην παραδεχόμαστε τα ξεκάθαρα ακροδεξιά χαρακτηριστικά του σημερινού μαζέματος;
Χαρακτηριστικό παράδειγμα άλλωστε αυτού του τρόπου ξεπλύματος η γραμμή υπεράσπισης που ακολούθησε ο συνήγορος του νορβηγού φασίστα Άντερς Μπρέιβικ μετά τη δολοφονία 77 ανθρώπων το 2011. «Όλη αυτή η υπόθεση δείχνει ότι είναι παρανοϊκός», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Γκέιρ Λίπσταντ στους δημοσιογράφους, επικαλούμενος ουσιαστικά ζητήματα ψυχικής υγείας ως ελαφρυντικό κατά τη διάρκεια της δίκης.
Όχι, δεν είναι ούτε γραφικοί, ούτε «τρελοί». Είναι εθνικιστές.
Όταν επιλέγεις να κατεβάσεις τα παιδιά σου δίπλα στους χρυσαυγίτες, όταν συντάσεσσαι συνειδητά πλάι πλάι στους δρόμο μαζί με τους φασίστες, ξέρεις και τί είναι αυτό στο οποίο συμμετέχεις και τί πολιτικά χαρακτηριστικά έχει.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πέραν των παραδοσιακών πολιτικών χώρων και ΜΜΕ που συντάσσονται με την εθνικιστική ρητορική, έρχεται να προστεθεί η στήριξη από τμήματα της κοινωνίας που κάποιος θα πίστευε ότι αξιακά και ιδεολογικά είναι μακριά απ’ όλο αυτό. Κάπως έτσι φτάσαμε να βλέπουμε τον δημόσιο λόγο που εκφέρουν από καλλιτέχνες – όχι μέχρι πρότινος ψεκασμένους – μέχρι το συνονθύλευμα της πατριωτικής αριστεράς να λένε όχι στο ξεπούλημα και την προδοσία της Μακεδονίας τους.
Τελικά όμως, οταν παραδίδεις στους φασίστες δημόσιο χώρο και λόγο για να παίξουν μπάλα, όπου κι αν δηλώνεις ή νομίζεις ότι ανήκεις κομματικά, δεν κρύβεται ότι ο εθνικισμός είναι κοντά σου πολιτικά.
Το σημερινό δεν ειναι γραφικό, είναι βαθιά εθνικιστικό.