Η Κυριακή αυτή ήταν περίεργη. Στην αρχή ξεκίνησε με έναν ήλιο όλο υποσχέσεις. Ο κόσμος τον πίστεψε και βγήκε νωρίς νωρίς για καφέ. Μα δεν άργησαν να βγουν μαύρα σύννεφα. Την ώρα εκείνη στην πλατεία έβγαιναν ζωγραφιστοί ήλιοι της Βεργίνας σε σημαίες που κρατούσαν διαδηλωτές.
Οι πελάτες του καφέ σήκωσαν λίγο πιο ψηλά τα κεφάλια τους για να δουν έναν τύπο που φόραγε περικεφαλαία και φώναζε πως είναι απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μας κοίταξε από την τζαμαρία, λίγο λοξά, και η κενότητά του αντηχούσε. Το κενό της ζωής του σήμερα φαίνεται να έχει βρει μία διέξοδο. Ηταν ένας μακεδονομάχος.
Η μικρή πομπή των διαδηλωτών εξαφανίστηκε κάποια στιγμή στο βάθος του δρόμου και οι παρέες συνέχισαν να κουβεντιάζουν στον σταθερό ρυθμό της Κυριακής που είναι λίγο ανάλαφρος αλλά και λίγο μελαγχολικός.
Τα πολλά περιστέρια που σύχναζαν εκεί για να τσιμπήσουν κανένα ψίχουλο από κουλουράκια του καφέ ήταν οι μόνοι σιωπηλοί μάρτυρες του ουρανού, πηγαινοέρχονται σ’ έναν χάρτη χωρίς εθνικά σύνορα, ατελείωτο και αναζωογονητικό, όπου το να πετάς είναι τόσο φυσικό όσο το να αναπνέεις.
Αλλά βέβαια αυτό είναι κάτι που εμείς οι άνθρωποι δεν θα καταλάβουμε ποτέ. Αντιθέτως πολύ συχνά αρκετοί νιώθουν πως κάτι ασαφές απειλεί την ασφάλειά τους, διαρρηγνύει τα σύνορά τους και γλιστρούν σε μια παρανοϊκή σκέψη πως γύρω η πόλη κι ολόκληρη η χώρα γίνεται άστεγη, τρωτή, έτοιμη να γίνει λεία στα χέρια ενός απειλητικού εχθρού.
Τα συνθήματά τους τότε μοιάζουν να είναι ένας πύργος από λέξεις που γκρεμίζονται η μία πάνω στην άλλη, αυτοακυρώνονται και φθείρονται. Οι λέξεις χάνουν το νόημά τους. «Πατρίδα» φωνάζουν και αναρωτιέμαι πώς μπορεί να ισχύει ποτέ αυτό που κάποτε είχε πει ο Ρήγας: «για την Πατρίδα όλοι να ‘χωμεν μια καρδιά»;
Πώς γίνεται αυτό όταν εμείς οι άλλοι προσπαθούμε να επεξεργαστούμε τις εικόνες και τις παραμέτρους που έρχονται καταιγιστικές από τις οθόνες των κινητών και των τηλεοράσεων, όμως αυτές πολλαπλασιάζονται σαν κουνούπια σε βάλτο, πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούμε να κατανοήσουμε την παρανοϊκότητά τους;
Θα ‘λεγε κανείς πως οι σύγχρονοι άνθρωποι απειλούμαστε όλο και περισσότερο από το παρελθόν μας που συχνά «κακοπέφτει» σε επικίνδυνα χέρια.
Δεν άργησε να έρθει κι η βροχή. Μια παρέα, λίγο παραδίπλα, πανηγυρίζει με δυνατές φωνές. Πραγματοποιώντας μια απίστευτη εμφάνιση ο Στέφανος Τσιτσιπάς «γονάτισε» τον μεγάλο Ρότζερ Φέντερερ και προκρίθηκε στα προημιτελικά του Αυστραλιανού Οπεν, επικρατώντας με 3-1 σετ σε έναν αγώνα που διήρκεσε σχεδόν τέσσερις ώρες!
Η πατρίδα χαίρεται. Ναι, σκέφτομαι, αυτή είναι μια μεγάλη νίκη. Κι ας βαραίνει ο ουρανός πού και πού από τα μαύρα σύννεφα του εθνικισμού.
«Για την πατρίδα να ‘χουμε όλοι μια καρδιά», που θα είναι πάντα μεγάλη και ανοιχτή, αυτή είναι η παρηγοριά.