Βρισκόμαστε και πάλι ως άτομα και ως λαός εγκλωβισμένοι ανάμεσα στο «ναι» και το «όχι». Οχι γιατί το επιζητήσαμε. Και γι’ αυτό η ανάγκη να σκεφτούμε τι συνέβη γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Οχι μόνο σχετικά με τα μετρήσιμα. Αυτό που έχει τρωθεί πιο πολύ είναι το μύχιο, το άρρητο, αόρατος στόχος του οικονομικού και όχι μόνο πολέμου του οποίου είμαστε θύματα.
Αυτή τη φορά η συγκυρία είναι κατασκευασμένη, όχι κρυφά αλλά φανερά, μπροστά στα μάτια μας, από αυτούς που μας έκαναν τον πόλεμο, αυτούς που έχουν έτοιμους νέους πολέμους και εμφανίζονται τώρα, για να επιβραβεύσουν πράξεις υποτέλειας τις οποίες έχουν επιβάλει.
Η συγκυρία, το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο είναι αυτό που κρίνει τα πράγματα. Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με μία χώρα ηττημένη οικονομικά, με υποθηκευμένη τη δημόσια και την ιδιωτική περιουσία της, για ένα βαρύ, κατασκευασμένο χρέος της για 99 χρόνια. Χώρα η οποία αναλαμβάνει να περάσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, που εκεί –στα Σκόπια– και εδώ συναντά αντιδράσεις.
Εκεί, αντιδρά εκτός των άλλων ο πρόεδρος της χώρας. Το δημοψήφισμα υπήρξε οριακό, ενώ με δυσκολία επετεύχθη πλειοψηφία στη Βουλή, όπου ογδόντα άνθρωποι αποφάσισαν στο όνομα των 2.000.000 περίπου του πληθυσμού της.
Εδώ, υπάρχει ένα ποσοστό περίπου 70% διαφωνούντων και μία άνευ αρχών οριακή πλειοψηφία για το «ναι», η οποία αντιπροσωπεύει ακόμη ένα πιο μικρό ποσοστό σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας.
Η απόσταση δηλαδή μεταξύ της κυβέρνησης και του λαού είναι μεγάλη και δεν καλύπτεται από τα περί εθνικιστών και άλλων ακραίων στοιχείων, στα οποία δύσκολα μπορεί να εντάξει κανείς τα μικρά παιδιά που δηλητηριάστηκαν από τα δακρυγόνα.
Ή ακόμα από την άποψη ότι το 70% του ελληνικού λαού ανήκει στους αγράμματους, τους καθυστερημένους, τους παρασυρμένους από τους ακροδεξιούς. Εκτός και αν εντέλει έχουν γίνει όλοι νεοναζί που πουλάνε ανέξοδα πατριωτισμό στρέφοντας τη μανία τους στους κυνηγημένους της Γης.
Υπάρχει όμως και κάτι που ξεφεύγει μέσα στην οξύτητα των αντιπαραθέσεων. Και αυτό είναι παράγοντες όπως ασυνείδητο, συνείδηση, ιδέες και, ακόμη, μύθος. Εδώ και εκεί. Στην Ελλάδα και στην ΠΓΔΜ.
Οι ψυχές, οι ιδέες, οι μύθοι που κινητοποιούν τους ανθρώπους μπορεί να διαφοροποιηθούν. Η αρχαιολογία, η ανθρωπολογία, η ψυχανάλυση μπορεί να πλουτίσουν τη γνώση και την αυτογνωσία. Αλλά όχι με διαταγές του κυρίου Πάιατ και της κυρίας Μέρκελ. Οχι με βιαστικές και τελικά βάναυσες αποφάσεις.
Δραματικές εμπειρίες αιώνων έχουν πείσει ότι το να πλησιάσει άνθρωπος με άνθρωπο, ιδέα με ιδέα, μύθος με μύθο, λαός με λαό, είναι «τέχνη μακρή» (κατά τον Ιπποκράτη) που πρέπει να σπουδάσουμε. Δημοκρατικά και ελεύθερα.