«Eίμαι 41 χρόνια βουλευτής!»… Το είπε. Προχθές στη Βουλή. Κι από τότε τόσο μ᾽ έχει τρομοκρατήσει αυτή η φράση (η φράση, όχι ο ίδιος), που σχεδόν δεν μπορώ ούτε κάτι άλλο να σκεφτώ ούτε κάπως αλλιώς να ξεκινήσω (μη σου πω και συνεχίσω).
Ημουν γύρω στα 8. Τετάρτη Δημοτικού. Πολύ μικρή πήγα σχολείο, είχα κερδίσει και χρονιά -κόψε κι αλώνισε, που λέει κι η γιαγιά μου. Ως πρώτη μαθήτρια (μια φορά φυτό, για πάντα φυτό) σε κάποια εθνική γιορτή μού ᾽δωσαν να κρατάω τη σημαία. Σαν τώρα το θυμάμαι… Να τα ποιήματα, να τα τραγούδια, κάτι οι χοροί, κάτι οι λόγοι των επισήμων, ήμουν και μικρή, ήμουν και κοριτσάκι, ήταν και ψηλό το κοντάρι, κουράστηκα. Εκεί προς το τέλος της γιορτής γυρίζω στη μαμά μου και της λέω: «Την κρατάς για λίγο;». «Αν δεν μπορείς να κρατάς τη σημαία, να μην την παίρνεις ολωσδιόλου».
Αυτό απάντησε και ποτέ δεν το ξέχασα. Η μητέρα μου πολύ νέα έγινε μανούλα. Από αριστερή οικογένεια, που ήρθε στην Αθήνα επί χούντας, για να φύγει ο παππούς εργάτης στη Γερμανία. Τελικά, μείνανε στην πρωτεύουσα. Ακόμα έχει να το λέει η γιαγιά μου που αφήσανε σπίτια και ζώα και χωράφια, για να γίνουν υπηρετικό προσωπικό σε άλλους. Στους «έχοντες».
Κι αυτοί «είχαν». Οσα χρειάζονταν, μια χαρά τα είχαν. Αλλά τότε όλοι έφευγαν εργάτες -κάτι η Κατοχή, κάτι ο Εμφύλιος, δεν τους κράταγαν τα πατρογονικά τους. Στο μυαλό μου, από μικρή, είχα συνδέσει τα χρώματα της σημαίας και την έννοια της «πατρίδας» (όσο μπορούσα να συνδέσω τέτοιες έννοιες τελοσπάντων) με το χωριό. Με την ήμερη φύση, τα ζώα, τα χασίματά μας στο βουνό και να μας ψάχνουν όλοι, τις πίτες της γιαγιάς, τις ιστορίες των παππούδων. Δεν είχα μεγαλώσει με πατριωτικά συνθήματα ή μεγαλοστομίες περί έθνους και ηρώων. Μόνο πως το χωριό μου ήταν το χωριό του Σκουφά της Φιλικής Εταιρείας ήξερα, που καλά καλά Φιλική Εταιρεία τι ήταν δεν ήξερα, αλλά κάπως περήφανη ήμουν γιατί καταλάβαινα πως πολλά διαβασμένος ήταν ο Σκουφάς και με κάτι άλλους διαβασμένους ενώθηκε για να βοηθήσουν ένα λαό, που να μορφωθεί δεν πρόκανε, και αυτό μου έφτανε.
Μην τα πολυλογώ, μια γλύκα μου ᾽ρχόταν στον νου στο άκουσμα της λέξης «πατρίδα». Τους φίλους μου σκεφτόμουν στο χωριό, τα βουνά και τις πίτες (όποιος έχει φάει πίτα ηπειρώτικη με νιώθει). Γι’ αυτό και κάπως σαν να ντράπηκα, όλα τούτα ντράπηκα, με τα λόγια της μαμάς μου. Ούτε σύμβολο ένιωθα πως ήταν η σημαία, ούτε τίποτα. Μια ενότητα την ένιωθα: παιχνιδιού και χαράς, ουρανού και γης προγονικής και αγαπημένων (προσώπων και φαγητών).
Ε, κάποια στιγμή μεγάλωσα. Το καθυστέρησα όσο μπορούσα, δεν λέω, αλλά συνέβη. Εμαθα Ιστορία, διάβασα πολύ (είπαμε, μια φορά φυτό…). Εγινα και πολίτης. Ψήφιζα!… Και τότε κατάλαβα τη βαθιά ξεφτίλα τους. Κατάλαβα, γιατί το είδα. Το είδα κι αναρωτήθηκα γιατί. Μετά έμαθα το παρελθόν τους και ντράπηκα τρισχειρότερα ακόμα: ανέκαθεν η Δεξιά οικειοποιούνταν με το έτσι θέλω «έθνος» και «πατρίδα», ειδικά όταν στριμωχνόταν. Μέχρι και τα χρώματα της σημαίας έβαλε στο σήμα της. Μέχρι και τη λέξη «Δημοκρατία» στον τίτλο της. Για να γίνεται απευθείας η σύνδεση βλέπεις, να μην αφήσει κανένα περιθώριο «παρεξήγησης». Υπάρχει μεγαλύτερη ξεφτίλα;
Τι να σου κάμω, κύριε Σαμαρά μου, που είσαι και 41 χρόνια βουλευτής! Τι να σου κάμω, που δεν μπορώ να «συνδεθώ» ακαριαία με την εθνικοφροσύνη μου. Δεν τη βάζω σε ένα σήμα, σ᾽ ένα όνομα και φινίτο. Χρειάζομαι και το παιχνίδι και το βουνό και την πίτα ολόκληρη για να εθνικοπατριωτιστώ.
Ολα. Ως μία ενότητα. Ως μία γεύση -συνήθως γλυκιά. Ακόμα και ως ένα κοντάρι που με κουράζει.
Οχι ως πέτρες και μολότοφ σε σπίτια, ούτε ως καδρόνια σε κεφάλια, ούτε ως απειλητικές φιλοναζιστικές φανφάρες. Και φυσικά, ούτε με μισή ζωή βουλευτιλίκι και μάλιστα «γαλανόλευκο».