Από το απόγευμα φυσούσε ένας δυνατός νοτιοδυτικός άνεμος. Ολη νύχτα έβρεχε καρεκλοπόδαρα. Ανακάθισε ο κύριος Τ. στο κρεβάτι του, θραύσματα ονείρων κλωθογύριζαν ακόμη μέσα στο κεφάλι του σαν ένα επίμονο σμήνος από μέλισσες. Εσπρωξε τα στρωσίδια του, πήγε να βάλει νερό στην καφετιέρα κι άνοιξε το ραδιόφωνο. Η ραδιοφωνική παραγωγός έλεγε πως «σήμερα είναι η Παγκόσμια Μέρα Αγκαλιάς». Κι εκείνος που αντιπαθούσε σφόδρα όλες αυτές τις «παγκόσμιες μέρες του… οτιδήποτε» άρχισε να μουρμουράει: «Μάλιστα, για κοίτα, πάω να κατουρήσω… Τι; Δεν έχει παγκόσμια μέρα κατουρήματος; Α, πάω να πλυθώ; Τι, δεν έχει παγκόσμια μέρα πλυσίματος; Μμμ, μάλιστα! Χασμουρήματος; Κοψίματος; Βρε δεν μας παρατάτε πρωινιάτικα!».
Αργότερα όμως, καθώς έπινε το δεύτερο φλιτζάνι καφέ, στο γραφείο του πια, σκεφτόταν αυτό το «Παγκόσμια Μέρα Αγκαλιάς». Κι έτσι ασυνείδητα άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι του Νικ Κέιβ που έβαλε ελληνικούς στίχους ο Σαββόπουλος:«Χέρια μου αδειανά, Χριστέ! Αδεια μου αγκαλιά, Χριστέ μου!». Σκέφτηκε πόσο καιρό είχε να νιώσει τη ζεστή αγκαλιά ενός άλλου σώματος, ενός φίλου ας πούμε… Τόσο πολύ λοιπόν τον είχε απορροφήσει η καθημερινότητά του; Η δουλειά του, βλέπετε, δεν επέτρεπε αγκαλιές. Το γκισέ στην τράπεζα που δούλευε είχε μέχρι και τζαμάκι να διασφαλίζει την απαραίτητη απόσταση με τους πελάτες. Με τους φίλους του μιλάει συνεχώς αλλά μόνο με μηνύματα, στην καλύτερη περίπτωση στο τηλέφωνο. Οι δικοί του μακριά στον τόπο του, είχε να τους δει από το καλοκαίρι.
Κοιτάζει τα χέρια του γύρω από την κούπα του καφέ. Χλιαρός. Τα άψυχα χάνουν τη θερμοκρασία τους. Καμία σχέση με τη θερμοκρασία των ανθρώπων που αγγίζεις. Κοιτάζει έξω από την τζαμαρία την πόλη. Η βροχή τής δίνει μια άλλη διάσταση. Οι άνθρωποι μοιάζουν λίγο πιο ευαίσθητοι, πιο τρωτοί, μέσα στα αδιάβροχα πανωφόρια τους. Διαβάζει μια ανάρτηση στο φέισμπουκ: «Εξω αιώνια βρέχει, έξω ερημιά·/θαρρώ πως χάθηκα για πάντα./Mε ζώνει πάλι ο φόβος, με κυκλώνει./Πύρινη γλώσσα απειλεί το σπίτι μου./Tο παίρνει, το αιωρεί πάνω απ’ την πόλη./Ποιος ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω./Ενας απόψε να με άγγιζε στον ώμο,/αμέσως θα κατέρρεα στα πόδια του..», είναι του Γιώργου Ιωάννου. Αυτό το «ποιος ξέρει τι κατάντησα και δεν το νιώθω» το σκέφτεται μέχρι το απομεσήμερο που φεύγει από τη δουλειά. Τηλεφωνεί στους φίλους του. «Να βρεθούμε», τους λέει. « Μα είσαι καλά; Καθημερινή; Τι τρέχει; Τι έπαθες;». «Γιορτάζω», λέει. «Τι γιορτάζεις, βρε παιδί μου, ούτε γενέθλια ούτε γιορτή έχεις!». Το σκέφτεται για λίγο. Τι να πει κοτζαμάν άντρας πενήντα χρονώ! Κι όμως το τολμά: «Την Παγκόσμια Μέρα Αγκαλιάς», λέει και το κλείνει χαμογελώντας.