Η απόφαση να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός και να καταργηθεί ο υποκατώτατος ήταν επιβεβλημένη. Μπορεί κάποιοι να τη χαρακτηρίζουν παροχή εν όψει των εκλογών, αλλά η ουσία είναι ότι κάθε παρέμβαση που στοχεύει στην ενίσχυση των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων είναι επιβεβλημένη όχι μόνο για λόγους κοινωνικής ισορροπίας, αλλά και διότι επηρεάζει την ιδιωτική κατανάλωση και κατ’ επέκταση τα επίπεδα της μακροοικονομικής ισορροπίας.
Η μοναδική κριτική σε τέτοιου είδους αποφάσεις είναι αν αυτές είναι αρκετές για να βγάλουν από τη φτώχεια τα εκατομμύρια των Ελλήνων που είτε ήδη τη βιώνουν είτε τη φλερτάρουν. Και η απάντηση είναι μία: ΟΧΙ. Και αυτό το κατανοεί κανείς, κάνοντας μερικές διαιρέσεις για να διαπιστώσει τι πραγματικά αντιπροσωπεύουν αυτά τα περίπου 65 ευρώ.
Η αύξηση που ανακοινώθηκε ισοδυναμεί με περίπου 3,5 φραντζόλες ψωμί την ημέρα για έναν μήνα. Αντιστοιχεί σε κάτι παραπάνω από 7 κιλά μοσχαρίσιου κρέατος τον μήνα. Αναλογεί σε έναν επιπλέον καφέ τη μέρα για 26 μέρες από τις 30 του μήνα.
Αυτά τα ισοδύναμα της αγοραστικής δύναμης των 65 ευρώ κάνουν κάθε λογικό άνθρωπο να σκεφθεί ότι, αν τελικά η ελληνική οικονομία το μόνο που μπορεί να προσφέρει στα πιο ευάλωτα μέλη της είναι έναν επιπλέον καφέ για τις 26 μέρες του μήνα, τότε κάτι δεν πάει καλά.
Ομως, υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση. Αυτή που λέει ότι αυτά τα 65 ευρώ είναι η πιο απτή απόδειξη των προτεραιοτήτων της κοινωνίας μας στο πώς διανέμει το εισόδημα που παράγει.
Αν, λοιπόν, οι 3,5 φραντζόλες αναλογούν στο «μέρισμα» των οικονομικά ευάλωτων, τότε εύλογα προκύπτει το ερώτημα: Πόσο είναι το «μέρισμα» που αποδίδουν στους οικονομικά παντοδύναμους;
Μια πτυχή της απάντησης δόθηκε σε μία έκθεση των Ευρωπαίων Πρασίνων. Αν και τα πορίσματά της αναφέρονται στο σύνολο των οικονομιών της Ε.Ε., προσφέρουν ασφαλείς ενδείξεις για το τι συμβαίνει και στη χώρα μας.
Οι συντάκτες, λοιπόν, της έκθεσης αποκάλυψαν ότι η Ε.Ε. είναι παράδεισος για τις πολυεθνικές, καθώς σχεδόν σε καμία χώρα της Ε.Ε. δεν καταβάλλουν τον προβλεπόμενο φορολογικό συντελεστή. Αυτό σημαίνει ότι γλιτώνουν φόρους εκατοντάδων δισ. ευρώ που καταλήγουν στα θησαυροφυλάκια κάποιων λίγων, την ίδια στιγμή που ένα μικρό ποσοστό τους θα έφτανε για να χρηματοδοτηθούν δράσεις και πρωτοβουλίες, οι οποίες μπορεί να μην εξαφάνιζαν, αλλά το δίχως άλλο θα άμβλυναν τις οικονομικές ανισότητες. Δηλαδή να προφέρουν τους απαραίτητους πόρους, ώστε τα 65 ευρώ να γίνονταν 100, 150…
Η διαπίστωση αυτή αποκαλύπτει την πεμπτουσία της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής που πολύ δύσκολα θα αλλάξει στα επόμενα χρόνια, καθώς οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν είναι διατεθειμένες να κάνουν το παραμικρό για να περικόψουν το «μέρισμα» ισχυρών.
Αυτό φάνηκε και από την απροθυμία των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, όχι μόνο να αναθεωρήσουν τις πολιτικές φορολόγησης, αλλά να θεσπίσουν μέτρα που θα εξασφαλίσουν τη λεγόμενη «φορολογική διαφάνεια». Δηλαδή να υποχρεώσουν τις πολυεθνικές να δηλώνουν στις φορολογικές αρχές τον τζίρο, τα κέρδη και τους φόρους που καταβάλλουν σε κάθε χώρα.
Πρωταγωνιστές, οι Γερμανοί. Τόσο ο Ολαφ Σολτς όσο και ο προκάτοχός του, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τάσσονται κατά της δημοσίευσης λεπτομερών στοιχείων ανά χώρα, επικαλούμενοι «ευαίσθητα εταιρικά δεδομένα».
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο σημείο τα 65 ευρώ να χαρακτηρίζονται ως «παροχή» και τα δισ. των φόρων που γλιτώνουν οι πολυεθνικές να εμφανίζονται ως «πολιτικές προσέλκυσης επενδύσεων».
Υπάρχουν όρια σε αυτές τις πολιτικές; Υπάρχει βούληση να μπει φρένο στην παντοδυναμία των πολυεθνικών;
Πόσο πιο μεγάλη και ισχυρή θα γίνει, για παράδειγμα, η Amazon, η οποία σε 25 χρόνια εξελίχθηκε στη δεύτερη μεγαλύτερη εμπορική εταιρεία παγκοσμίως, και η Apple που, μόλις μια δεκαετία μετά την κυκλοφορία του πρώτου iPhone, έγινε η πρώτη εταιρεία στον κόσμο που η αξία της φθάνει στο ύψος του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων;
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, τα ψίχουλα του κατώτατου μισθού και τα δισ. της IBM, της Alibaba της Airbnb, της Uber και των άλλων πολυεθνικών που έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια οικονομία είναι οι δύο ακραίες εκδοχές της σημερινής πραγματικότητας, στην οποία «ο νικητής τα παίρνει όλα».
Οπου οι λίγοι έχουν καταφέρει να ανασυνθέσουν την οικονομική και την κοινωνική πυραμίδα, τοποθετώντας τους εαυτούς τους στην κορυφή, ενώ δισεκατομμύρια εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση βασίζονται στον ελάχιστο μισθό για να ζήσουν και στη βάση και στο μέσο μία μεσαία τάξη συνεχώς συρρικνώνεται, καθώς όλο και πιο πολλά μέλη της εκτοπίζονται προς τη βάση.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στον κόσμο, εμείς σε αυτήν τη μικρή άκρη της Ευρώπης, αποκαμωμένοι, απογοητευμένοι και απρόθυμοι, παρακολουθούμε έναν δημόσιο διάλογο, στον οποίο κανείς δεν είναι διατεθειμένος να μιλήσει για… πολιτική.
Φαίνεται ότι για τις ηγεσίες είναι πολύ πιο ανώδυνο να «κερνούν» έναν καφέ για 26 μέρες τον μήνα, από το να προσπαθούν να απαιτήσουν από κάποιους ισχυρούς να πληρώσουν αυτά που τους αναλογούν.
*δημοσιογράφος, συγγραφέας