07:11 | 30 Ιαν. 2019 / tvxs
Η κυβέρνηση του Ρεπουμπλικάνου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, αφού αναγνώρισε ως τον νόμιμο αρχηγό του κράτους της Βενεζουέλας τον αυτοανακηρυγμένο μεταβατικό πρόεδρο Χουάν Γκουαϊδό, ηγέτη της αντιπολίτευσης και πρόεδρο της Βουλής, εξετάζει, όπως αποδείχτηκε στρατιωτική επέμβαση και βέβαια στο στόχαστρο έχει τη δημόσια επιχείρηση πετρελαίου της χώρας. Με λίγα λόγια επιδιώκει την αλλαγή καθεστώτος στη Βενεζουέλα, βαφτίζοντας την επιδίωξη για άλλη μια φορά «αγώνα για τη δημοκρατία».
Το πρακτορείο Reuters χαρακτήρισε την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία της Βενεζουέλας Citgo ως «το μεγαλύτερο ξένο περιουσιακό στοιχείο της Βενεζουέλας». Το Bloomberg την αποκάλεσε ως «το καλύτερο χαρτί στην περιουσία της PDVSA και η Washington Post επικαλούμενη ως πηγές αξιωματούχους των ΗΠΑ, ανέφερε ότι στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ είναι να «χρησιμοποιήσει τον προσφάτως ανακηρυγμένο μεταβατικό πρόεδρο της Βενεζουέλας ως εργαλείο ώστε να αρνηθεί να δώσει στον Μαδούρο τα έσοδα από το πετρέλαιο που προέρχονται από τις ΗΠΑ και τα οποία ουσιαστικά προσφέρουν στη Βενεζουέλα όλο το εισερχόμενο συνάλλαγμα».
Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πιστοποίησαν την εξουσία του ηγέτη της αντιπολίτευσης Χουάν Γκουαϊδό να ελέγχει ορισμένα περιουσιακά στοιχεία τα οποία κατέχει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης ή οποιαδήποτε άλλη ασφαλισμένη τράπεζα των ΗΠΑ, ανέφερε την Τρίτη το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Παρόλο που η διεθνής υποστήριξη σπεύδει στην πλευρά Γκουαϊδό, η απόφαση του Τραμπ να κηρύξει «αγώνα για δημοκρατία», δεν θα βοηθήσει ούτε τη Βενεζουέλα ούτε τις Ηνωμένες Πολιτείες, υποστηρίζουν Αμερικανοί ακαδημαϊκοί. Ως λαϊκιστής χρησιμοποιεί τους δημοκρατικούς κανόνες για να υπονομεύσει τη δημοκρατία, και βέβαια δεν είναι σε θέση να οδηγήσει τη μετάβαση στη δημοκρατία στη Βενεζουέλα. Αντίθετα, η παρέμβασή του είναι πιθανό να επιδεινώσει τα πράγματα.
Πολλές δηλώσεις αμφισβήτησαν την ειλικρίνεια των προθέσεων των ΗΠΑ περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ή «δημοκρατίας», θυμίζοντας τη μακρά ιστορία της με ίντριγκες και πολέμους εισβολής, υποκίνησης πραξικοπημάτων και προστασία των δικτατόρων που χαρακτηρίζει την εξωτερική πολιτική τους.
Η συνέχεια των παρεμβάσεων
Οι Ηνωμένες Πολιτείες συμμετείχαν στην ανατροπή δεκάδων κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής από τα τέλη του 19ου αιώνα. Οι παρεμβάσεις αυτές έχουν τη μορφή άμεσων στρατιωτικών επιθέσεων, συγκεκαλυμμένων επιχειρήσεων (συχνά με τη συμμετοχή της CIA) και βοήθειας σε εσωτερικούς παράγοντες, υποψήφιους για την εξουσία.
Την Παρασκευή ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο ανακοίνωσε ότι «διορίσθηκε ο Elliott Abrams με στόχο να βοηθήσει το λαό της Βενεζουέλας να αποκατασταθεί η δημοκρατία και η ευημερία στη χώρα τους». Ένας διορισμός καθόλου τυχαίος, ο οποίος μάλιστα προκάλεσε πλήθος αρνητικών σχολίων στα αμερικανικά μμε, ακόμη και από ανθρώπους που στηρίζουν τον Γκουαϊδό.
Σημειώνουν και υπενθυμίζουν ότι ο 70χρονος Elliott Abrams ήταν σύμβουλος του προέδρου Τζορτζ Μπους και θεωρείται από τους σχεδιαστές της Μεσανατολικής πολιτικής των ΗΠΑ την εποχή εκείνη περιλαμβανόμενης και της εισβολής στο Ιράκ. Ήταν από τους υπέρμαχους της υποστήριξης των αντεπαναστατών Κόντρας στη Νικαράγουα. Ήταν επίσης στο επιτελείο που είχε σχεδιάσει το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2002 για την ανατροπή του τότε προέδρου Τσάβεζ στη Βενεζουέλα, που ήταν καταστροφικό για τις σχέσεις των δύο χωρών. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ρήγκαν, οι επιλογές του Elliott Abrams οδήγησαν σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κεντρική Αμερική. Καταδικάστηκε επίσης για ψέματα στο Κογκρέσο κατά την έρευνα του Ιράν.
Οι απειλές του Τραμπ για εισβολή στη Βενεζουέλα, μαζί με τον διορισμό του Abrams, δείχνουν ότι παρόλο που προεκλογικά μίλησε ενάντια στην ιδέα της προώθησης της δημοκρατίας και των στρατιωτικών επιδρομών, δεν μπόρεσε τελικά να αντισταθεί στο παρεμβατικό αντανακλαστικό της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Αυτό το αντανακλαστικό, που βασίζεται στην ιδέα ότι το ημισφαίριο εξακολουθεί να αποτελεί περιοχή ηγεμονίας των Η.Π.Α. και ότι οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ μπορούν να «διδάξουν τη δημοκρατία» στις μικρότερες χώρες, χαρακτήρισε τη μακρά ιστορία των σχέσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Λατινικής Αμερικής. Μάλιστα, ως αντανακλαστικό, λειτουργεί ανεξάρτητα από τα αποδεικτικά στοιχεία και την αποτελεσματικότητά του. Η Βενεζουέλα, δε, είναι ένα παράδειγμα: Το 2002, η κυβέρνηση Τζορτζ Μπους, χρησιμοποιώντας και πάλι τις υπηρεσίες του Abrams, υποστήριξε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του τότε προέδρου Ουγκό Τσάβες. Ο Τσάβες εδραίωσε σύντομα την εξουσία του ως αντιιμπεριαλιστικός ήρωας.
Ένα σενάριο είναι ότι η στρατηγική υπέρ του Γκουαϊδό του Τραμπ αποτυγχάνει: Η κυβέρνηση Μαδούρο καταστέλλει βίαια την εξέγερση στους δρόμους και η χώρα επιστρέφει στη δική της προβληματική κανονικότητα. Αυτό φαίνεται λιγότερο πιθανό, δεδομένου του ενιαίου μετώπου τώρα από την αντιπολίτευση και της χλιαρής στάσης των ενόπλων δυνάμεων.
Αυτό μπορεί να υποδηλώνει μια δεύτερη πιθανότητα, η οποία θα αποτελούσε επίσης αποτυχία για τον Τραμπ: ότι οι ένοπλες δυνάμεις θα απομακρύνουν τον Μαδούρο, εξασφαλίζοντας όμως τη συνέχεια των προνομίων τους και την κακοδιαχείριση της εθνικής οικονομίας. Η Ζιμπάμπουε, μετά τον Ρόμπερτ Μουγκάμπε, είναι ένα παράδειγμα αυτού του τύπου «μετάβασης». Μετά την πραξικοπηματική ανατροπή του Μουγκάμπε, η χώρα παρέμεινε υπό τον έλεγχο των ένοπλων δυνάμεω, πρόεδρος εξελέγη ο πρώην αρχηγός της υπηρεσίας κρατικής ασφάλειας και πρώην δεξί χέρι του Ρόμπερτ Μουγκάμπε, Έμερσον Μνανγκάγκουα και βέβαια η καταπίεση και η οικονομική δυστυχία επικρατούν όπως και πριν. Ο δικτάτορας έχει φύγει, αλλά οι πρώην φίλοι του εξακολουθούν να κυβερνούν τη χώρα χωρίς πραγματική δημοκρατική αλλαγή.
Το τρίτο σενάριο το προκαλούν οι ίδιες οι ΗΠΑ. Οι επιθετικές δηλώσεις και οι απειλές παρέμβασης από την κυβέρνηση Τραμπ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένοπλες συγκρούσεις. Για την κυβέρνηση Μαδούρο, οι απειλές από την Ουάσιγκτον και η αναγνώριση του Γκουαϊδό ίσως αποδειχθεί ένα πολύτιμο δώρο: Θα του επιτρέψει να διεκδικήσει την ανανέωση της νομιμότητας και να εδραιώσει την υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων ενάντια σε μια εξωτερική απειλή. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία και άλλοι αυτοδημιούργητοι οπαδοί του Τραμπ στη Λατινική Αμερική θα συνεισέφεραν σημαντικά σε μια νέα Λατινική Αμερική που θα μοιάζει με εκείνη των ετών του Ψυχρού Πολέμου, όταν τα αυταρχικά καθεστώτα υπονόμευσαν το κράτος δικαίου και παραβίασαν τα ανθρώπινα δικαιώματα με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Υπάρχει και ένα τέταρτο σενάριο, που θα ήταν ευπρόσδεκτο από τα περισσότερα συμβαλλόμενα μέρη. Αν και αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ευρώπης έχουν αποσυρθεί από την αναγνώριση της κυβέρνησης Μαδούρο, το Μεξικό και η Ουρουγουάη δεν έχουν. Ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να καθιερώσουν μια δημόσια διαπραγμάτευση με τα διάφορα μέρη, εμποδίζοντας τόσο έναν εμφύλιο πόλεμο όσο και μια ξένη παρέμβαση.
Η μεξικανική κυβέρνηση, μαζί με την κυβέρνηση της Ουρουγουάης, ζήτησαν μια ειρηνική και δημοκρατική λύση στο περίπλοκο πανόραμα που αντιμετωπίζει η Βενεζουέλα. Για το σκοπό αυτό, πρότειναν μια νέα διαδικασία χωρίς αποκλεισμούς και αξιόπιστη διαπραγμάτευση με πλήρη σεβασμό του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και εξέφρασαν την πλήρη υποστήριξη, τη δέσμευση και την προθυμία να εργαστούν από κοινού για τη σταθερότητα, την ευημερία και την ειρήνη του λαού της Βενεζουέλας. Η κοινή πρόταση από το Μεξικό και την Ουρουγουάη να δημιουργηθεί μια διεθνή πρωτοβουλία για τον διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στη Βενεζουέλα αμέσως υποστηρίχτηκε από τον Μαδούρο, ο οποίος είπε ότι ο στόχος αυτής της πρωτοβουλίας θα πρέπει να επιτευχθεί στο πλαίσιο του Συντάγματός μας, το οποίο εγγυάται τη σταθερότητα και την ειρήνη σε όλες και όλους τους κατοίκους της Βενεζουέλας.
Η εμπειρία της Κεντρικής Αμερικής δείχνει ότι οι περιφερειακές και πολυμερείς διαπραγματεύσεις μπορούν να σταματήσουν τις συγκρούσεις. Οι συμφωνίες Esquipulas στα μέσα της δεκαετίας του 1980 συνέβαλαν στην καθοδήγηση της ειρηνευτικής διαδικασίας στο Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα και τη Νικαράγουα. Οι συμφωνίες ήταν εν μέρει προϊόν της πρωτοβουλίας Contadora, η οποία αφορούσε την Κολομβία, το Μεξικό, τον Παναμά και τη Βενεζουέλα και τελικά οδήγησε στο τέλος των εμφύλιων πολέμων στην περιοχή της Κεντρικής Αμερικής.
Ούτε οι Αμερικάνοι δεν εμπιστεύονται τον Τραμπ
Γεγονός είναι ότι στα μέσα της θητείας του και λίγο μετά την έξοδο από ένα μακρύ shutdown, κατά τη διάρκεια του οποίου αναγκάστηκε να υποχωρήσει από το σχέδιό του για το τείχος, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά όχι και τόσο ευνοϊκών για εκείνον δημοσκοπήσεων.
Η πιο πρόσφατη εξ αυτών, που διεξήχθη για λογαριασμό των ABC News/Washington Post αποκαλύπτει την περιφρόνηση των Αμερικανών προς την πολιτική ηγεσία τους, και είναι ολοένα και οξύτερο όσον αφορά το πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ.
Έτσι η παρέμβαση στην Βενεζουέλα θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Θα υποστήριζε την εικόνα του Τραμπ ως ισχυρού ηγέτη. Η δημοκρατία βέβαια σε αυτήν την υπόθεση σε αυτήν τη μάχη δεν έχει καμία θέση.