Ευλογημένος ο χειμώνας με τα νερά και με τα κρύα του, ευλογημένες κι οι απρόσμενες και λαμπερές λιακάδες του. Να ξεπροβάλλει ο ήλιος ξέσκεπος απ’ το χάραμα της μέρας και να τραβά ανεμπόδιστος την ανηφοριά του στον θόλο τ’ ουρανού, απλώνοντας το ζεστό του χάδι σ’ ανθρώπους και γεννήματα, που ανασηκώνονται να πλησιάσουνε όσο μπορούν σιμά του, να θραφούν απ’ τις αχτίδες του και ν’ ανακουφίσουνε τα κρυοπαγήματά τους.
Ξαφνιάζει τούτη η έκρηξη φωτός μέσα στο καταχείμωνο. Προσαρμοσμένο το μάτι τόσον καιρό στη μουντάδα και την ώχρα, θαρρεί πως δεν έχει αντικρίσει πιο φωτεινή και εύθυμη λιακάδα. Στραφταλίζει η δροσοσταλιά επάνω στα λιόφυλλα, στάζει τις σταγόνες του το κρουσταλλιασμένο χιόνι καθώς λιώνει και σκορπά σε χείμαρρους και ρυάκια, ασπροκοπά ο ανθός της μυγδαλιάς -ο θαρραλέος προπομπός της άνοιξης-, παιχνιδίζει και η γαληνεμένη θάλασσα με την αντανάκλαση του φωτός, μπερδεύοντας το γαλάζιο της μ’ εκείνο του καθαρού ουρανού στην άκρη του ορίζοντα.
Περπατούνε χέρι χέρι τα ζευγάρια και κάνουνε την περαντζάδα τους οι εργένηδες. Καθίζουν όξω οι πελάτες, απολαμβάνοντας την παρέα τους ή τη μοναξιά τους. Βγάζουν οι μανάδες βόλτα τα μωρά τους, να τα χτυπήσει ο ήλιος. Κάνουν μια παύση οι πολυάσχολοι και οι γραφιάδες, να ξαποστάσουν το βλέμμα τους στο φως που μπαίνει απ’ το παράθυρο. Πιάνουν ψιλή κουβέντα οι γειτόνισσες και οι περαστικοί. Σέρνουνε οι γριές τις καρέκλες τους εκεί που φέγγει ο ήλιος, να γιατροπορέψουνε το πονεμένο τους κορμί. Κουλουριάζεται ο σκύλος στον γύρο του δρόμου, να ζεστάνει το κόκαλό του όσο μπορεί σ’ αυτή την αναπάντεχη ευκαιρία. Ξετρυπώνει κι ο γάτος να πάει για κυνήγι, να γραπώσει κανένα θήραμα που ξελογιάστηκε από την ξαφνική λιακάδα και βγήκε στο σεργιάνι.
Εχουνε κάτι κοινό τούτες οι χειμωνιάτικες λιακάδες με τις καλοκαιρινές μπόρες. Ερχονται κι οι δυο να μας θυμίσουνε πως η κατάσταση που ζούμε είναι προσωρινή, ότι η ρόδα της ζωής θα γυρίσει και πως παρακάτω μας περιμένουνε άλλοι καιροί και άλλα συναισθήματα. Οτι περνά το κρύο κι ο χιονιάς και όπου να ‘ναι θα ‘βγει ο ήλιος να ζεστάνει τις πληγές μας και τανάπαλιν· ότι δεν είναι παντοτινή η κάψα και ο λίβας του θέρους, μα οσονούπω θα ‘ρθουν οι βροχές να δροσίσουνε τα διψασμένα χώματα και τις καψαλισμένες μας ψυχές.
Θα περάσει ετούτη η πρόσκαιρη καλοκαιριά και θα συνεχίσει ο χειμώνας τη δουλειά του, η ζωή τον κύκλο της κι ο καθείς από εμάς τον δρόμο του.