Μετά την αποχώρηση των ΑΝ.ΕΛΛ. από την κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός -αν και δεν όφειλε- ζήτησε από τη Βουλή ανανέωση της ψήφου εμπιστοσύνης και την πήρε. Αυτό δεν πτόησε την αντιπολίτευση και κυρίως την αξιωματική που σήκωσε ακόμη περισσότερο τους τόνους, ισχυριζόμενη πως μας κυβερνάει μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Προφανώς, γι’ αυτήν, δεν έχουν σημασία το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής που ορίζουν τις προϋποθέσεις με τις οποίες μια κυβέρνηση έχει την εμπιστοσύνη των βουλευτών.
Οταν οι ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών δημιούργησαν διαλυτικές καταστάσεις στα μικρά κόμματα, κανένα από αυτά δεν είδε πρόβλημα στον εαυτό του. Το πρόβλημα ήταν στα μεγάλα κόμματα που τους έπαιρναν βουλευτές. Και όταν οι μετακινήσεις βουλευτών γίνονταν προς την κατεύθυνση της κυβέρνησης για φλέγοντα εθνικά θέματα, όπως το Μακεδονικό, εκεί η αντιπολίτευση είδε συναλλαγές και εξαγορές τις οποίες ουδέποτε κατάφερε να αποδείξει.
Οι βουλευτές έχουν συνείδηση και γνώμη μόνο όταν συμφωνούν με την αντιπολίτευση. Οταν διαφωνούν, κάτι βρόμικο έχει γίνει, κάποια συνωμοσία βρίσκεται σε εξέλιξη. Οταν η κυβέρνηση αναγνώρισε δημόσια την αναντιστοιχία της λαϊκής βούλησης με την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των μικρών κομμάτων που προκαλούσαν οι ανεξαρτητοποιήσεις και θέλησε να παρέμβει ώστε τα κόμματα αυτά να μη χάσουν τα κοινοβουλευτικά τους δικαιώματα, βρήκε τοίχο.
Οι αρχηγοί των μικρών κομμάτων δήλωναν απαξιωτικά ότι δεν θέλουν χάρες από κανέναν, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση κατήγγελλε με τις πιο βαριές εκφράσεις οποιαδήποτε αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής, καθύβριζε τον πρόεδρό της και εμφάνιζε τον πρωθυπουργό έρμαιο εκβιασμών.
Χθες, που ο πρωθυπουργός αντέδρασε ζητώντας να μην αλλάξει ούτε σημείο στίξης από τον Κανονισμό της Βουλής, πάλι η αντιπολίτευση ήταν απέναντι. Το ίδιο έγινε όταν έξι ανεξάρτητοι βουλευτές δήλωσαν ότι στο εξής, σε κάθε νομοσχέδιο, συντάσσονται με την κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς να εντάσσονται στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Και τι δεν είπε το κόμμα του κ. Μητσοτάκη. Μίλησε για «ντροπή», μίλησε για «εκχώρηση συνειδήσεων» και για «κοινοβουλευτικό ευτελισμό». Μια αντιπολίτευση, όμως, που δεν της αρέσει τίποτε, που δεν προτείνει τίποτε και που συνεχώς διαφωνεί, ακόμη και όταν γίνονται αυτά που ζητάει, δεν συνιστά αναβάθμιση, αλλά ευτελισμό και υπονόμευση των θεσμών.