Οι ηγέτες του κόσμου έχουν δεσμευτεί να τερματίσουν τη φτώχεια, παντού και για όλους τους ανθρώπους, έως το 2030. Η επίτευξη του στόχου αυτού σημαίνει τη δραματική μείωση των ανισοτήτων -στο εισόδημα, στις ευκαιρίες, στην έκθεση σε κίνδυνο, μεταξύ των φύλων, μεταξύ αλλά και στο εσωτερικό των χωρών- μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Η ανισότητα αποτελεί ένα γνωστό εμπόδιο για την εξάλειψη της φτώχειας, καθώς και για πολλές άλλες αναπτυξιακές προκλήσεις. Περιλαμβάνεται, με πολλές διαστάσεις, σε ολόκληρη την Ατζέντα για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του 2030 – το παγκοσμίως υιοθετημένο σχέδιο για τη βελτίωση της ευημερίας, με την ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος.
Σύμφωνα με πολλές μετρήσεις, η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των χωρών μειώθηκε κάπως τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως λόγω της ισχυρής ανάπτυξης των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας και της Νότιας Ασίας.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλές χώρες -ιδίως σε περιοχές της Αφρικής, της Δυτικής Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής- όπου τo επίπεδο του εισοδήματος συνέχισε να μειώνεται περαιτέρω, επιδεινώνοντας τις ανισότητες εισοδήματος μεταξύ των χωρών.
Η τελευταία ανάλυση των Ηνωμένων Εθνών για την Παγκόσμια Οικονομική Κατάσταση και τις Προοπτικές 2019 δείχνει ότι πέρυσι τα επίπεδα του κατά κεφαλήν εισοδήματος ουσιαστικά ή δεν μεταβλήθηκαν ή μειώθηκαν σε συνολικά 47 αναπτυσσόμενες και μεταβατικές οικονομίες.
Οι περισσότερες από αυτές παραμένουν σταθερά πίσω για αρκετές δεκαετίες. Αυτό αποτελεί μια τεράστια πρόκληση, καθώς οι χώρες προσπαθούν να μειώσουν τη φτώχεια, να αναπτύξουν βασικές υποδομές, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να υποστηρίξουν την οικονομική διαφοροποίηση.
Οι περισσότερες από τις χώρες που παρουσιάζουν καθυστέρηση εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα βασικά εμπορεύματα, υπογραμμίζοντας τη σημασία τόσο της διαφοροποίησης όσο και της αποτελεσματικής διαχείρισης του πλούτου των φυσικών πόρων για την αξιοποίηση του αναπτυξιακού τους δυναμικού.
Πολλές χώρες έχουν υποφέρει από μακροχρόνιες ένοπλες συγκρούσεις, πολιτικές αναταραχές και πολιτική αστάθεια.
Εάν συνεχιστεί αυτή η τάση, η εξάλειψη της φτώχειας και η δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας για όλους θα γίνεται όλο και πιο ανέφικτη.
Οι ανεπαρκείς οικονομικές επιδόσεις συνδέονται επίσης με τις ανεπαρκείς επενδύσεις σε ποιοτική εκπαίδευση, υπηρεσίες υγείας, κοινωνική προστασία, προγράμματα για περιθωριοποιημένες ομάδες και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Η ταχύτερη αύξηση του ΑΕΠ από μόνη της δεν θα οδηγήσει αναγκαστικά σε ευρεία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Επίσης, εξακολουθούν να υφίστανται βαθιές ανισότητες στη διανομή του εισοδήματος στο εσωτερικό των χωρών, γεγονός που αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην πρόοδο της ανάπτυξης.
Οι υψηλές ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών συνδέονται με τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον κατακερματισμό, την αδύναμη θεσμική ανάπτυξη και διακυβέρνηση και τον αυξημένο κίνδυνο βίας και εσωτερικών συγκρούσεων.
Απαιτούνται θεμελιώδεις αλλαγές για τον περιορισμό των διαφορών στο εισόδημα μεταξύ και εντός των χωρών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, αν δεν πραγματοποιηθούν σημαντικές αλλαγές στη συμπεριφορά μας, περισσότερο από το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού μπορεί να παραμείνει στη φτώχεια μέχρι το 2030, συμπεριλαμβανομένου του 30%, περίπου, των πληθυσμών της Αφρικής και των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών (LDCs).
Στην Αφρική, όπου ο πληθυσμός αυξάνεται σε ποσοστό άνω του 2% ετησίως, η μείωση του επιπέδου της ακραίας φτώχειας κάτω από το 5% μέχρι το 2030 απαιτεί τον συνδυασμό διψήφιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και δραστικής μείωσης της ανισότητας όσο ποτέ στο παρελθόν.
Τα ολοκληρωμένα και διατομεακά πολιτικά μέτρα, που αυξάνουν τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και μειώνουν τις εισοδηματικές ανισότητες, είναι απαραίτητα για να μετατοπίσουν τον κόσμο προς μια πιο βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς πορεία.
Αυτό περιλαμβάνει την επένδυση στην εκπαίδευση, στην υγειονομική περίθαλψη, στην ανθεκτικότητα στην αλλαγή του κλίματος και στην οικονομική και ψηφιακή ένταξη, με σκοπό τη βραχυπρόθεσμη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, προωθώντας ταυτόχρονα τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η μακροοικονομική σταθερότητα και ένα ισχυρό πολιτικό πλαίσιο προσανατολισμένο στην ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένου ενός καλά λειτουργικού και ισχυρού χρηματοπιστωτικού συστήματος, αποτελούν βασικά στοιχεία για την επιτυχή αντιμετώπιση της ανισότητας.
Οι καλά σχεδιασμένες δημοσιονομικές πολιτικές μπορούν να συμβάλουν στην εξομάλυνση του επιχειρηματικού κύκλου, στην παροχή δημόσιων αγαθών, στη διόρθωση των αποτυχιών της αγοράς και στην άμεση επίδραση στην κατανομή του εισοδήματος.
Η διεύρυνση της πρόσβασης στην ποιοτική εκπαίδευση είναι επίσης σημαντική σε συνδυασμό με πολιτικές απασχόλησης, όπως η αύξηση των κατώτατων μισθών και η επέκταση της κοινωνικής προστασίας.
Η ιεράρχηση της ανάπτυξης των αγροτικών υποδομών, μέσω δημόσιων επενδύσεων στον τομέα των μεταφορών, της γεωργίας και της ενέργειας, μπορεί επίσης να στηρίξει τη μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων στο εσωτερικό των χωρών.
Παρότι δεν υπάρχει μια συνταγή ενιαίας πολιτικής που να εγγυάται την παράδοση μιας πιο ισότιμης και ευημερούσας κοινωνίας, το γενικό μήνυμα είναι σαφές: οι εκκλήσεις για την εξάλειψη της φτώχειας δεν έχουν νόημα χωρίς μια συντονισμένη και αφοσιωμένη πολιτική δράση για τη μείωση των ανισοτήτων.
•Βοηθός γενικού γραμματέα του ΟΗΕ για τις Οικονομικές και Κοινωνικές Υποθέσεις