10.02.2019, 10:31 | εφσυν
Καθόταν ώρα κάτω από το υπόστεγο και περίμενε να κοπάσει η μπόρα. Η ομπρέλα της έσταζε. Δεν φυσούσε καθόλου και έπεφτε μια ήρεμη αλλά βαριά βροχή, σαν αυτές τις απότομες καταιγίδες των μουσώνων που έβλεπε στις ινδικές ταινίες.
Πρώτα κάπου πέφτει μια αστραπή, ακούγεται μια δυνατή βροντή και ύστερα ανοίγουν οι ουρανοί. Χοντρές ζεστές σταγόνες πέφτουν μετά για ώρα, πάντα ακολουθώντας την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους. Να ποτίσουν μια γη κουρασμένη από τον κάματο της παραγωγής καρπών, διψασμένη από τον κόπο της ίδιας της ζωής.
Τίποτα γύρω δεν θύμιζε Ινδία, ούτε η βροχή μύριζε βροχή, ούτε χώμα έβλεπε να πίνει τις σταγόνες. Τις λυπόταν έτσι που έπεφταν και πήγαιναν χαμένες, κάνοντας τα πεζοδρόμια γλιστερά, τους ανθρώπους να τρέχουν να κρυφτούν και τους οδηγούς να βρίζουν. Τώρα οι δρόμοι θα γέμιζαν αυτοκίνητα που πήγαιναν αργά, εκ των πραγμάτων θα αργούσαν να φτάσουν στα σπίτια, στις δουλειές, στα ραντεβού τους…
Τίναξε τη φούστα της, που είχε νοτίσει από τη βροχή. «Ευτυχώς που φόρεσα μπότες σήμερα», μονολόγησε και ακούμπησε στον τοίχο πίσω της. Θα περίμενε ακόμη λίγο μέχρι να κοπάσει το φαινόμενο, να στραγγίσει λίγο η ομπρέλα και να συνεχίσει τον δρόμο για τον Ηλεκτρικό. Εκλεισε για λίγο, για μια μόνο στιγμή τα μάτια της.
Επειτα τα ξανάνοιξε. Κοίταξε το ρολόι που αναβόσβηνε πράσινο στην ταμπέλα στο φαρμακείο απέναντι. Βρισκόταν εκεί μισή ώρα, ίσως λίγο παραπάνω. Επρεπε να φύγει. Επρεπε να πάει σπίτι, ήθελε να ξεκουραστεί.
Τίναξε ξανά την ομπρέλα, την άνοιξε και πήρε τον δρόμο. Στον πεζόδρομο με τα εμπορικά μια κυρία παζάρευε για να αγοράσει μια ομπρέλα από έναν πλανόδιο πωλητή.
«Πόσο κάνει;», ρωτούσε.
«Οχτώ ευρώ».
«Πολύ ακριβή είναι», απαντούσε, «δεν έχω τόσα».
«Δώσε εφτά».
«Μόνο πέντε έχω».
«Δώσε μου έξι και πάρ’ την».
«Μόνο πέντε έχω», ξανάλεγε.
Δεν έμεινε να ακούσει περισσότερα. Προχωρούσε βιαστικά, με τη βροχή να μουσκεύει πια την κόκκινη φούστα της. Λίγο πιο κάτω ένας άλλος πωλητής φώναζε: «Τρία ευρώ οι ομπρέλες. Τρία ευρώ».
Ασυναίσθητα χαμογέλασε, σκέφτηκε την κυρία που παζάρευε λίγο πιο πάνω.
Εφτασε στον σταθμό, πρόλαβε το τρένο που μόλις ερχόταν και βρήκε αδειανό κάθισμα. Τι ανακούφιση.
Πολύ γρήγορα έφτασε στη στάση της. Δεν κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα. Παρατηρούσε από το τζάμι το νερό να πέφτει αποφασισμένο να τα ξεπλύνει όλα, τις σταγόνες που έτρεχαν στο γυαλί.
Οταν βγήκε στον δρόμο η βροχή είχε δυναμώσει κι άλλο. Οπως πριν, βαριές σταγόνες, ήρεμες, πυκνές.
Πήγε να ανοίξει την ομπρέλα και έσπασαν δυο από τις ακτίνες της. Τις στερέωσε όπως όπως και προχώρησε. Μια ριπή ανέμου την έσπρωξε και η ομπρέλα έκανε ακόμα ένα κρακ. Εσπασαν άλλες δυο ακτίνες. Της ήταν άχρηστη.
Στην αρχή σκέφτηκε τα μαλλιά της που θα χαλούσαν, μετά το σακάκι της. Η φούστα της ήταν ήδη βρεγμένη η μισή.
«Δεν βαριέσαι», σκέφτηκε. «Κοντά είναι το σπίτι».
Περπατούσε, στην αρχή βιαστικά, μετά πιο αργά και σιγά σιγά άρχισε να απολαμβάνει την αίσθηση του νερού. Αν και χειμώνας, της φάνηκε ζεστό, μαλακό, ανακουφιστικό, σαν τροφή.
Λίγα μέτρα από το σπίτι σταμάτησε να περπατάει. Εμεινε σε ένα σημείο και αφέθηκε να μουσκέψει ώς το κόκαλο. Βράχηκαν όλα τα ρούχα της, τα μαλλιά της κρέμονταν σαν φύλλα και έσταζαν κι εκείνη απολάμβανε ένα πρωτόγνωρο μπάνιο.
Ξεκίνησε πάλι όταν σταμάτησε να βρέχει. Στην είσοδο της πολυκατοικίας έβγαλε τις μπότες της, έστυψε τις άκρες από τα ρούχα της. Μόνο το περιεχόμενο της τσάντας της ήταν ανέπαφο. Εβαλε το κλειδί στην πόρτα.
Μόλις μπήκε στο σπίτι, γδύθηκε, άπλωσε τα ρούχα στο καλοριφέρ και μπήκε στο μπάνιο. Εκανε ένα ζεστό ντους και τυλίχτηκε με το μπουρνούζι. Ετσι πήγε και ξάπλωσε, χωρίς να φάει, χωρίς να πιει. Αποκοιμήθηκε.
Μόνο τα ξημερώματα ξύπνησε απότομα από έναν κεραυνό. Και τότε έκλαψε όσο νερό είχε ποτίσει η βροχή το σώμα της.