Εκείνο το πρωί, μία μέρα μετά τη μεγάλη γιορτή, βγήκε στους παγωμένους δρόμους σχεδόν μόνη της. Το προηγούμενο βράδυ, επιστρέφοντας σπίτι παρατηρούσε τα ζευγάρια που γιόρταζαν τον έρωτα. Κόκκινες καρδιές σε κουτιά με σοκολάτες, μαξιλάρια και αρκουδάκια, ανθοδέσμες με τριαντάφυλλα και αγκαλιές. Παντού αγκαλιές και χαμόγελα.
Αναρωτιόταν πού ήταν κρυμμένοι όλοι αυτοί οι ευτυχισμένοι άνθρωποι τον υπόλοιπο καιρό. Δεν αγαπούσαν τις άλλες μέρες του χρόνου; Κι αν αγαπούσαν, δεν το έδειχναν; Δεν είχαν ανάγκη να το δείξουν; Να του ρίξουν αλάτι και πιπέρι και ζαχαρόσκονη;
Αλλά το πρωί μετά τη γιορτή όλα ήταν ίδια όπως προχθές, όπως την προηγούμενη εβδομάδα, τον προ-προηγούμενο μήνα. Σκυθρωποί άνθρωποι στο τρένο, βαρύθυμοι υπάλληλοι στο γκισέ της τράπεζας, κορναρίσματα, φανάρια άναβαν και έσβηναν χρονομετρημένα, αλλάζοντας το κόκκινο με το πράσινο και τανάπαλιν. Πού και πού κανένα φρέσκο ζευγάρι πιο διαχυτικό, πιο τολμηρό.
Ετσι είναι οι άνθρωποι, σκεφτόταν, χρειάζονται μια ευκαιρία για να γιορτάσουν ή να θυμηθούν όσα από ουσία της ζωής γίνονται συνήθεια.
Αναρωτιόταν αν η γιορτή αρκούσε για να δώσει ζωή σε ό,τι απλώς υπήρχε, χωρίς να δίνει χαρά, χωρίς να κάνει τις καρδιές να χτυπάνε, τα χείλη να χαμογελούν σε ανύποπτες στιγμές, στη σκέψη μόνο ενός αστείου, ενός βλέμματος, μιας προσμονής. Αν μπορούσε να απαλύνει έναν πόθο που δεν μπορεί να εκπληρωθεί ή μέσα στον θόρυβο της γιορτής να τον μεταμορφώσει σε απελπισία.
Πάντα ένιωθε κάπου στη μέση, ποτέ στη μία ή στην άλλη πλευρά. Μέτραγε τον έρωτα με τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη.
«Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω / ……στο γυαλί της λάμπας. / “Πώς γίνεται αυτό;” ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό / αφού μ᾿ αγαπούσες» (1).
Ή:
«Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου, / μη χάσεις το θάρρος σου. / Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να ᾿χει καρδιά. / Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται /
να παραμερίσει την καρδιά του.
»Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,/ πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων. / Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα, / θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου
»Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, / φλογερά και μεγάλα, / σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.
»Α! ναι, ξέχασα να σου πω, / πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα, / γιατί σ’ αγαπώ.
»Κλείσε το σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί και προχώρα. / Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ, / εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων. / Σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια ώρα, / εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι / για ένα καινούργιο κόσμο… / εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!» (2)
Θυμήθηκε τότε ένα βράδυ, αργά, στο βαγόνι του ηλεκτρικού, δυο όμορφα παιδιά, νέα, γύρω στα είκοσι. Το ένα είχε γείρει στον ώμο του άλλου, αποκαμωμένο, τα μάτια του έσβηναν από την κούραση. Το άλλο είχε ακουμπήσει το μέτωπό του προστατευτικά στο αγαπημένο κεφάλι, σαν πουλί που έχει ανοίξει προστατευτικά φτερά.
Δεν μιλούσαν, δεν κοιτούσαν γύρω τους.
Οταν το ένα από τα δύο έφτασε στον σταθμό του, κοιτάχτηκαν με θέρμη στα μάτια και χαιρετήθηκαν με ένα μικρό νεύμα. Υστερα βγήκε. Το άλλο παιδί έγειρε στο παράθυρο και κοίταζε έξω με ένα μικρό, ανεπαίσθητο χαμόγελο. Ηταν σίγουρο ότι δεν έβλεπε τίποτα.
«Να, κάπως έτσι είναι η αγάπη» είχε σκεφτεί τότε και ένιωσε ευτυχισμένη που έζησε τη συγκίνηση μιας τόσο τρυφερής σκηνής. Και είχε ευχηθεί τότε όλοι οι άνθρωποι, έστω μία φορά στη ζωή τους, να έχουν την ευτυχία να μοιραστούν ένα τέτοιο βλέμμα με έναν άλλο άνθρωπο. Και να μην το ξεχάσουν ποτέ.
- (1) «Σε μια γυναίκα», από τη συλλογή «Ανακάλυψη»
- (2) «Σε περιμένω παντού»