Μιας αναχώρησης την οποία κανείς μας δεν διάλεξε και που κανείς μας δεν μπορούσε να αποτρέψει. Ηταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη, έπειτα από μια δεκαετία αγώνα δικού σου και -πολύ λιγότερο- δικού μας. Ησουν μαχήτρια και μας παρέσυρες κι εμάς – ευτυχώς.
Αλλά ακόμη μας λείπεις και ξέρουμε ότι αυτό το κενό δεν θα αναπληρωθεί – το ουδείς αναντικατάστατος εδώ δεν ισχύει, είναι λάθος μάντρα για παρηγοριά. Αλλά είμαστε ενήλικοι, ενδεχομένως με τα χρόνια και τις εμπειρίες σοφότεροι, και αποδεχόμαστε το αναπόδραστο κάποιων γεγονότων.
Μου πήρε πολύ καιρό να συνηθίσω στην ιδέα ότι δεν χρειάζεται να κοιτάξω το πρωί στο κρεβάτι σου για να δω αν ξύπνησες, αν χρειάζεσαι κάτι, αν έφαγες πρωινό και αν πήρες το φάρμακό σου. Για μήνες ξυπνούσα με θορύβους που θύμιζαν τα βήματά σου προς το σαλόνι ή την κουζίνα και έτρεμα μήπως συμβεί κάτι και πέσεις ή χτυπήσεις.
Βλέπεις, οι ρόλοι προς το τέλος είχαν αντιστραφεί – δεν ήσουν πια ο αρχηγός, αν και κανείς μας δεν το παραδεχόταν. Ούτε εσύ ούτε εμείς. Δεν θέλαμε να το αποδεχτούμε. Κι ας είμαστε πια μεγάλοι, ορίζουμε το παρόν μας, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε το μέλλον μας.
Και είναι παράξενο, πολλές φορές, την ώρα που κάτι θέλω να σε ρωτήσω, ήδη ξέρω την απάντηση. Μου την είχες δώσει άλλη στιγμή, χωρίς λόγια συχνά, με πράξεις.
Πάντα το ήξερα ότι σου μοιάζουμε πολύ – και τα τέσσερα παιδιά σου. Ολοι πήραμε κάτι από τη μορφή σου, αλλά το πιο σημαντικό ήταν αυτά που δεν φαίνονται: πήραμε την υπομονή σου, την ικανότητά σου να βρίσκουμε πρακτικές λύσεις εκεί που όλα δείχνουν αδύνατα, μάθαμε πώς είναι να δίνεις, γιατί αυτό σε κάνει πιο ευτυχισμένο από το να απαιτείς να πάρεις. Και να μη σταματάς ποτέ να προσπαθείς γι’ αυτό που αξίζει τον κόπο.
Μάθαμε να αγαπάμε το καλό φαγητό, αυτό που είναι καλό γιατί είναι φτιαγμένο με μεράκι, ακόμη και όταν τα υλικά είναι ταπεινά: ό,τι υπάρχει στο ντουλάπι και το ψυγείο. Και να φτιάχνουμε γλυκά· για τις γιορτές, για τα γενέθλια, γιατί απλώς είναι Κυριακή. Ετσι αγάπησα την «μπλακ φόρεστ»· δεν λογίζονται γενέθλια χωρίς σπιτική «μπλακ φόρεστ», αλλά κάπως πειραγμένη: με κερασάκια μαρασκίνο αντί για βύσσινο.
Δεν μπορώ να καταγράψω τι είναι αυτό που σου χρωστάμε, υπάρχει εδώ αριστερά, κάτω από το στήθος, και μέσα στο μυαλό μας.
Ξέρω όμως ποια κομμάτια σου έγιναν δικά μου: ο Καβάφης, τα «Κεριά» και η «Πόλις» του, το φως της Ελλάδας στον Ελύτη, τα γαλλικά τραγούδια του Αζναβούρ -δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ξενέρωτη φαινόμουν στο σχολείο όταν μιλούσα γι’ αυτόν, κανείς δεν τον ήξερε-, ο Ελβις.
Η ζωγραφική. «Να πας να πάρεις πινέλα, τελάρα και χρώματα». Ο πρώτος μου πίνακας, μια πιατέλα με φρούτα, βρίσκεται ακόμα στην κουζίνα. Ησουν τόσο χαρούμενη και τόσο όμορφη εκείνον τον Μάιο στην έκθεση…
Τα ρεμπέτικα τραγούδια. Χόρευες ακόμη και όταν δεν μπορούσες. Ακόμα αναρωτιέμαι πού έβρισκες τη δύναμη λίγο πριν από το τέλος.
Η πολιτική. Δημοκρατία παντού, σεβασμός, πρώτα μέσα στο σπίτι – αν και κάποιες φορές η απόφαση ήταν δική σου, εσύ ήσουν ο πρωθυπουργός. Και ένα αίσθημα καθήκοντος, ποτέ να μην αφήνουμε κάτι χωρίς να το τελειώσουμε – άφησες βέβαια στη μέση κάτι κεντήματα…
Εναν χρόνο μετά, όλα είναι ακόμα εδώ. Κι εμείς είμαστε εδώ, ένας σύζυγος, έξι παιδιά -τα δύο εξ αγχιστείας- και τρεις εγγονές. Και υπάρχουν τόσα που θέλουμε να σου πούμε αλλά δεν ξέρουμε αν μας ακούς.
Να ξέρεις, πάντως, στις 26, αντί μνημοσύνου, λέω να φτιάξω «μπλακ φόρεστ». Ή μήπως προτιμάς κάτι άλλο;