Εδωσαν και πήραν, από την Παρασκευή, δυο ονόματα: Το ένα, της μυθολογίας: Ωκεανίδες, που έδωσαν, στον ενικό, (κατά τα αμερικανικά ειωθότα) το όνομα στην κακοκαιρία: Ωκεανίς. Υδάτινα πνεύματα της μυθολογίας οι Ωκεανίδες, κόρες των Τιτάνων Ωκεανού και Τηθύος, λέει ο Ησίοδος, που και τις υπολόγισε γύρω στις 3.000, αλλά πρόλαβε να μετρήσει καμιά σαρανταριά· όλες τους γοργόνες: μισό γυναίκες και μισό συναγρίδες, με ωραία ονόματα, για όποιους έχουν κορίτσια αβάφτιστα και δεν γουστάρουν συμπεθέρες.
Το άλλο όνομα που έπαιξε ήταν τα (γνωστά) μποφόρ· εξ ου και το… νευρικό «έχω τα μποφόρια μου», από το όνομα του Ιρλανδού ναυάρχου του βρετανικού στόλου και υδρογράφου Φράνσις Μποφόρ (Beaufort), που επινόησε, το 1806, την Κλίμακα Εντασης Ανέμου Μποφόρ, εμπειρικά, από 0 έως 12, βάσει αντοχής ιστίων στα βρετανικά πολεμικά. Εάν δηλαδή το πανί σκιζόταν, εσύ συνέχιζες το ταξίδι και δεν κατέφευγες στο πρώτο αραξοβόλι, τότε τα μποφόρ ήταν 12 –τουτέστιν άνεμος πάνω από 118 χιλιόμετρα–, οπότε πήγαινες για φούντο.
Με την Ωκεανίδα του τριημέρου πάντως, Σάββατο με Δευτέρα, όταν τα μποφόρ έφτασαν (ακραία περίπτωση) μέχρι 10, είχαμε ταχύτητες ανέμου έως και 100 χιλιόμετρα. Μόνο που δεν κατάλαβα ποια η σχέση αυτών των ταχυτήτων με τις Ωκεανίδες. Πλην ενός ζωγραφικού πίνακα ρομαντικής εποχής, που τις εικονίζει γυμνές (και εύτορνες!) να ακκίζονται, σε άγριο βράχο μεσοπέλαγα μες στο κύμα τ’ αφρισμένο, του καλού καιρού. Κι εγώ θα το ’κανα, αν είχα τον Ωκεανό μπαμπάκα!
Κράτησα μόνο –χρονογραφική αδεία– δυο ενδεικτικές εικόνες του Σαββάτου: την οικογένεια αγριογούρουνων που εμφανίστηκε –προφανώς αναζητώντας τροφή– στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης και το ξεριζωμένο από τον αέρα δέντρο που καταπλάκωσε 12 αυτοκίνητα στη Νέα Σμύρνη.